Συνέντευξη στον Αδάμο Αδάμου
Με τους «χειμερινούς» τουρίστες να έχουν ξεπεράσει κατά πολύ το φράγμα του ενός εκατομμύριου και να καταγράφουν διψήφια αύξηση σε σχέση με τη χειμερινή περίοδο του 2018- 2019 ο Υφυπουργός Τουρισμού Κώστας Κουμής εκτιμά ότι οι προσπάθειες για άμβλυνση της εποχικότητας έχουν ήδη επιφέρει θετικά αποτελέσματα. Προκειμένου, όμως, η χώρα να μετατραπεί σε έναν ολόχρονο προορισμό αλλά και να διασφαλιστεί ένα ευοίωνο μέλλον για τον τομέα επιβάλλεται, όπως δηλώνει σε συνέντευξή του στο Economy Today, «να επενδύσουμε σε μία σειρά από νέες τουριστικές πολιτικές». Για το 2025 ο κ. Κουμής εκτιμά πως το τουριστικό ρεύμα προς το νησί δεν θα επηρεαστεί από την εμπορική πολιτική του Τραμπ και πώς «θα έχουμε νέα ιστορικά ρεκόρ τόσο στις αφίξεις όσο και στα έσοδα από τον τουρισμό». Σε σχέση δε με τα έσοδα από τον τουρισμό καταγράφει τις τάσεις που πλέον «κυριαρχούν» στη βιομηχανία και πώς αυτές επιδρούν στην κατά κεφαλήν δαπάνη των επισκεπτών.
Το φαινόμενο της εποχικότητας του τουρισμού παραμένει ακόμη στο προσκήνιο των συζητήσεων. Πώς το σχολιάζετε;
Η εποχικότητα είναι ένα ζήτημα που χαρακτηρίζει πάρα πολλούς προορισμούς ανά τον κόσμο. Ως φαινόμενο, είναι ιδιαίτερα έντονο στη Μεσόγειο, ειδικά στους προορισμούς που έχουν συνδέσει την τουριστική τους ανάπτυξη με το μονοδιάστατο προϊόν του ηλίου και της θάλασσας, αλλά γενικότερα ταλανίζει προορισμούς που είναι επικεντρωμένοι σ’ ένα μόνο προϊόν.
Είναι γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο, που ως Υφυπουργείο, αποδίδουμε ιδιαίτερη έμφαση στην ενδυνάμωση των ειδικών μορφών τουρισμού, επενδύουμε γενικότερα στον εμπλουτισμό του τουριστικού προϊόντος της χώρας μας, στη βελτίωση της αεροπορικής σύνδεσης ειδικά κατά τη χειμερινή περίοδο, προσπαθώντας επί της ουσίας να επιτύχουμε επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, που θα μας οδηγήσει σταδιακά σε καλή επισκεψιμότητα καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.
Θεωρώ ότι οι προσπάθειες που καταβάλλει το Υφυπουργείο για άμβλυνση της εποχικότητας έχουν ήδη επιφέρει θετικά αποτελέσματα και αυτό αποδεικνύεται και από τους αριθμούς. Οι μήνες που βρίσκονται στην αρχή και στο τέλος της τουριστικής περιόδου προσελκύουν μεγάλο αριθμό επισκεπτών, πλησιάζοντας σε επισκεψιμότητα τους θερινούς μήνες. Ο Απρίλιος του 2025 ξεπέρασε για παράδειγμα φέτος για πρώτη φορά τις 400.000 αφίξεις, ενώ εκπληκτική ήταν και η επίδοση του Οκτωβρίου του 2024 που ξεπέρασε τις 450.000 αφίξεις, όπως καλή ήταν και η επίδοση του Νοεμβρίου που ακολούθησε.
Γενικότερα έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των επισκεπτών κατά τη χειμερινή περίοδο. Ενδεικτικά να αναφέρω ότι την περίοδο Νοεμβρίου 2024 – Απριλίου 2025, επισκέφθηκαν τη χώρα μας περίπου 1.175.000 πρόσωπα σε σύγκριση με 950.000 περίπου την αντίστοιχη περίοδο των ετών 2018/2019. Καταγράφεται μία αύξηση δηλαδή που ξεπερνά το 23%. Βεβαίως σε γενικές γραμμές τα μερίδια μεταξύ θερινής και χειμερινής περιόδου παραμένουν τα ίδια, αλλά αυτό είναι ένα άλλο κεφάλαιο. Εμείς αυτό που πρέπει να κρατήσουμε είναι το ελπιδοφόρο μήνυμα της αύξησης της επισκεψιμότητας κατά τη χειμερινή περίοδο, αριθμοί που μπορούν να ανέβουν ακόμη πιο ψηλά, εάν κρατήσουμε τους προορισμούς ανοικτούς με τη συνδρομή της βιομηχανίας.
Άξιο αναφοράς είναι επίσης και το γεγονός ότι πέραν των σχεδιασμών και των σχεδίων κινήτρων του Υφ. Τουρισμού, τα οποία στοχεύουν στην άνοδο της επισκεψιμότητας κατά τη χειμερινή περίοδο, ως Κυβέρνηση επιχειρούμε και με οριζόντιου τύπου πολιτικές να ενισχύσουμε αυτή την προσπάθεια. Ένα τέτοιο παράδειγμα, είναι το σχέδιο κατάρτισης του Υπ. Εργασίας, το οποίο επί της ουσίας στηρίζει την επιχειρηματικότητα, κάτι που είναι επίσης πολύ σημαντικό.
Παρά τα περσινά ρεκόρ σε έσοδα και αφίξεις, δεν εξέλειπαν τα παράπονα και ανησυχίες από τουριστικές επιχειρήσεις ότι τα στοιχεία δεν αντανακλούν στις πληρότητές τους, αλλά και ότι λαμβάνοντας υπόψη τον πληθωρισμό, στην ουσία η δαπάνη των τουριστών είναι μειωμένη συγκριτικά με 20 χρόνια πριν. Ευημερούν οι αριθμοί και όχι οι επιχειρήσεις που συνθέτουν τον τουριστικό κλάδο τελικά;
Καταρχάς να αναφέρω ότι, από τα διαθέσιμα στοιχεία φαίνεται ότι και στη φετινή χρονιά θα έχουμε νέα ιστορικά ρεκόρ τόσο στις αφίξεις όσο και στα έσοδα από τον τουρισμό. Οι πληρότητες των ξενοδοχείων είναι και αυτές βελτιωμένες σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο, παρά το γεγονός ότι και κατά το προηγούμενο έτος κινηθήκαμε σε πολύ υψηλά επίπεδα. Από εκεί και πέρα είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι κάθε τουριστική περίοδος είναι διαφορετική από τις προηγούμενες, αφού εξωγενείς παράγοντες όπως το πολιτικό περιβάλλον και οι κοινωνικοοικονομικές διαφοροποιήσεις, επηρεάζουν την παγκόσμια οικονομία, την αγοραστική δύναμη των πολιτών ανά τον κόσμο και άλλα.
Επιπρόσθετα έχουν αλλάξει πάρα πολλά σε ορίζοντα 20ετίας. Είμαστε στην εποχή που επικρατούν οι αεροπορικές εταιρείες χαμηλού κόστους, αναδύθηκε ως τάση η βραχυχρόνια μίσθωση και γενικότερα έχουν επικρατήσει συνθήκες που ευνοούν το ταξίδι, με αποτέλεσμα να ταξιδεύει περισσότερος κόσμος, αλλά και πιο συχνά. Αυτά έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση της μέσης κατά κεφαλήν δαπάνης, ενώ είναι αποδεδειγμένο ότι σε περιόδους οικονομικά δύσκολες, πολλοί πολίτες ανά τον κόσμο επιλέγουν να ταξιδεύουν, αλλά να διαμένουν λιγότερες μέρες στον προορισμό. Το 2024, αλλά και το 2023, σε πάρα πολλές οικονομίες στην Ευρώπη, που είναι η κύρια μας πηγή τουριστών, ειδικά το 2023, η μεσαία τάξη βρέθηκε ενώπιον πληθωριστικών πιέσεων, με αποτέλεσμα να δει την αγοραστική της δύναμη να μειώνεται. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, εκατομμύρια Ευρωπαίοι πολίτες να συνεχίζουν να ταξιδεύουν, αλλά διαμένοντας λιγότερες μέρες στους προορισμούς που επέλεξαν, ξοδεύοντας λιγότερα. Αυτό ήταν Πανευρωπαϊκό φαινόμενο και θα ήθελα να τονίσω ότι σε σύγκριση με άλλες χώρες, είχαμε καλά αποτελέσματα, αφού στη χώρα μας για παράδειγμα δεν σημειώθηκαν ιδιαίτερες μεταβολές σε καμία από τις δύο προαναφερόμενες παραμέτρους.
Το τελευταίο διάστημα η αεροπορική συνδεσιμότητα της χώρας φαίνεται να καταγράφει συνεχή βελτίωση; Υπάρχουν περιθώρια για σύνδεση και με νέους προορισμούς; Ποιες αγορές θα ήθελε να ανοίξει το Υφυπουργείο για τον τουρισμό;
Η βελτίωση της αεροπορικής σύνδεσης της χώρας μας αποτελεί στρατηγικό στόχο του Υφυπουργείου, το οποίο σε συνεργασία με την Hermes Airports, βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία με διάφορες αεροπορικές εταιρείες, προσπαθώντας να αξιοποιήσει κάθε ευκαιρία που παρουσιάζεται. Η προσπάθεια δεν περιλαμβάνει μόνο το άνοιγμα νέων αγορών, αλλά και έναρξη νέων δρομολογίων από υφιστάμενες αγορές ή/και αύξηση της συχνότητας υφιστάμενων δρομολογίων.
Η άνοδος στις αφίξεις κατά την τελευταία τριετία, αποτελεί αποτέλεσμα κατά κύριο λόγο των δύο τελευταίων δράσεων. Είχε ιδιαίτερη σημασία να προστεθούν νέα πτητικά προγράμματα από υφιστάμενες αγορές ή να ενισχυθεί η συχνότητα υφιστάμενων προγραμμάτων, σε αγορές δηλαδή που είχαμε ήδη επενδύσει.
Το άνοιγμα νέων αγορών σίγουρα ενδιαφέρει το Υφυπουργείο Τουρισμού, είναι πιο περίπλοκο αφού προϋποθέτει τη συνύπαρξη διαφορετικών παραγόντων, όπως ενδιαφέρον από Οργανωτές Ταξιδιών για δημιουργία προγραμμάτων, στήριξη τής υπό εξέταση αγοράς από την ξενοδοχειακή βιομηχανία, διευκολύνσεις στη διαδικασία θεώρησης διαβατηρίων εκεί που απαιτείται και κυρίως το ορθό timing, λαμβάνοντας υπόψιν και τα δεδομένα της ίδιας της αγοράς στόχου. Εδώ να σημειώσω ότι ουσιαστικά για τη χώρα μας, νέες αγορές δύναται να θεωρούνται οι πολύ μακρινές αγορές της ΗΠΑ και της Κίνας και οι χώρες της Κεντρικής Ασίας, αφού επί της ουσίας διαθέτουμε αεροπορική σύνδεση και τουριστικές σχέσεις με το σύνολο της ευρωπαϊκής επικράτειας και της Μέσης Ανατολής.
Η Κύπρος διατηρεί την καλύτερη ίσως αεροπορική συνδεσιμότητα με την Ελλάδα. Παρόλα αυτά οι αφίξεις τουριστών από την Ελλάδα διαχρονικά δεν είναι στο επίπεδο που θα ανέμενε κανείς. Δεν είναι αγορά στόχος η ελληνική;
Η Ελλάδα ήταν και θα παραμένει πάντα αγορά στόχος και για λόγους πέραν του οικονομικού/τουριστικού. Είναι όμως μια αγορά με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιαίτερες δυσκολίες. Λόγω των στενών σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ Ελλαδιτών και Κυπρίων, οι τουριστικές ροές μεταξύ των δύο χωρών απαρτίζονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία από μεμονωμένους επισκέπτες. Επιπρόσθετα, ελάχιστα ελληνικά γραφεία προσφέρουν πακέτα διακοπών για τη χώρα μας, αφού οι περισσότεροι επισκέπτες προχωρούν στις δικές τους διευθετήσεις.
Παράλληλα, η μεγάλη ζήτηση που παρατηρείται από συμπατριώτες μας, με σκοπό τη μετάβαση στην Ελλάδα, ανεβάζει τις τιμές των αεροπορικών εισιτηρίων, ανεβάζοντας παράλληλα και το κόστος διακοπών προς τη χώρα μας, καθιστώντας τη χώρα μας ως μία ακριβή επιλογή, σε σχέση πάντοτε με τους προορισμούς εντός της ελληνικής επικράτειας.
Παραμένετε αισιόδοξος ότι παρά τις συνεχιζόμενες γεωπολιτικές εντάσεις και την αναστάτωση στο διεθνές εμπόριο λόγω της πολιτικής Τραμπ θα είναι και η φετινή μία εξίσου καλή χρονιά για τον τουρισμό;
Η τουριστική βιομηχανία είναι ίσως η πλέον ευαίσθητη βιομηχανία και επηρεάζεται σχετικά εύκολα από τις εξελίξεις, γεωπολιτικές, οικονομικές ή άλλες. Γι’ αυτό και είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο να προβαίνει κανείς σε μακροπρόθεσμες προβλέψεις.
Ωστόσο, ο τουρισμός της χώρας μας έχει αποδείξει διαχρονικά πως χαρακτηρίζεται από ανθεκτικότητα. Με συντονισμένες ενέργειες, στρατηγική στόχευση σε νέες αγορές, τακτική προώθηση των θεματικών μορφών τουρισμού και στενή συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα, έχουμε δημιουργήσει ένα τουριστικό οικοσύστημα που μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της εποχής. Και το προηγούμενο έτος είχαμε να αντιμετωπίσουμε σημαντικές προκλήσεις, ωστόσο τα καταφέραμε. Με βάση τα δεδομένα που έχουμε ενώπιον μας σήμερα, η νέα δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ, δεν αναμένεται να μας επηρεάσει, κατά συνέπεια δεν θεωρώ ότι υπάρχει ιδιαίτερος λόγος ανησυχίας, τουλάχιστον για τη φετινή τουριστική περίοδο.
Είναι η κλιματική αλλαγή η μεγαλύτερη πρόκληση για τον κυπριακό τουρισμό;
Η κλιματική αλλαγή και η ανάγκη για προσαρμογή στα νέα κλιματολογικά δεδομένα αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση όχι μόνο για τη χώρα μας, αλλά και για όλες τις χώρες της Μεσογείου. Η ευαισθησία των πολιτών στο συγκεκριμένο θέμα εντείνεται διαρκώς και οι προορισμοί οι οποίοι δεν θα οδεύσουν προς τη βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη θα αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα τα επόμενα χρόνια και εννοείται ότι εμείς δεν επιθυμούμε να συμπεριλαμβανόμαστε σ’ αυτή την κατηγορία, γι’ αυτό προχωράμε ήδη σε δράσεις προς αυτή την κατεύθυνση.
Εδώ και καιρό η εθνική στρατηγική τουρισμού φαίνεται να βρίσκεται υπό αναθεώρηση. Υπάρχουν εξελίξεις γύρω από το θέμα;
Έχει ολοκληρωθεί η επικαιροποίηση της ΕΣΤ, η οποία πλέον με χρονικό ορίζοντα το 2035, αποσκοπεί, αφενός, στο να ενσωματωθούν σ’ αυτήν οι σύγχρονες τάσεις στον τουρισμό, με την ένταξη νέων τομέων παρέμβασης, οι οποίοι δίνουν ιδιαίτερη έμφαση σε θέματα όπως η αειφόρος τουριστική ανάπτυξη, η πράσινη μετάβαση, ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η βελτίωση των υποδομών και ειδικά των υποδομών προσβασιμότητας και αφετέρου, στο να επεκταθεί χρονικά το περιεχόμενό της, ώστε να καλύψει τη χρονική περίοδο μέχρι το έτος 2035, προκειμένου να εναρμονίζεται με το «Όραμα 2035». Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας για την επικαιροποίηση της ΕΣΤ, πραγματοποιήθηκε σχετική διαβούλευση μεταξύ όλων των Υπουργείων και Υφυπουργείων, καθώς επίσης και των συνδέσμων και λοιπών φορέων του ιδιωτικού τομέα που συνδέονται με τον τουρισμό. Στην παρούσα φάση, η επικαιροποιημένη ΕΣΤ 2035, βρίσκεται ενώπιον του Τμήματος Περιβάλλοντος για απόψεις, όπως ορίζεται και από τη σχετική νομοθεσία.
Ποιες είναι κατά την άποψη σας οι κυριότερες προκλήσεις του τουρισμού της χώρας μας και πού πρέπει να επενδύσουμε ως χώρα τα επόμενα χρόνια για τη διασφάλιση ευοίωνου μέλλοντος;
Για τη διασφάλιση ευοίωνου μέλλοντος, επιβάλλεται να επενδύσουμε σε μία σειρά από νέες τουριστικές πολιτικές. Θα έλεγα ότι η αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής είναι μία μεγάλη πρόκληση και απαιτείται επένδυση στους επιμέρους προορισμούς.
Η χρονική επέκταση της τουριστικής περιόδου και η μετατροπή της χώρας μας σε ολόχρονο προορισμό ήταν ανέκαθεν μία μεγάλη πρόκληση, η οποία όπως αντιληφθήκατε τυγχάνει διαχείρισης μέσα από μία σειρά από δράσεις, ενώ προσωπικά θεωρώ μεγάλη πρόκληση και την ανάδειξη νέων προορισμών, όπως και την περαιτέρω ανάδειξη των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας μας, κάτι που σίγουρα επιβάλλεται να συνοδεύεται και από ξεχωριστές δράσεις προβολής.
Μία επίσης μεγάλη πρόκληση, είναι η αναβάθμιση της τουριστικής εκπαίδευσης τόσο σε θεματολογία, όσο και σε σχέση με τους συμμετέχοντες. Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η εκπαίδευση του προσωπικού, αποτελεί επένδυση με μακροπρόθεσμα οφέλη τόσο για την επιχείρηση/εργοδότη όσο και για το σύνολο του τουριστικού οικοσυστήματος γενικότερα και συμβάλει στην ποιοτική βελτίωση του προσφερόμενου τουριστικού προϊόντος που είναι πάντοτε το ζητούμενο.
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο τεύχος Ιουνίου του Economy Today.
- Διαβάστε επίσης: Ασπίδα για τη φήμη της Κύπρου η Εθνική Μονάδα Εφαρμογής Κυρώσεων