Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον προεδρικό θώκο των Ηνωμένων Πολιτειών δεν άργησε να αφήσει ισχυρό αποτύπωμα στη διεθνή ναυτιλιακή σκηνή. Μέσα σε μόλις έξι μήνες από την έναρξη της δεύτερης θητείας του, ο Αμερικανός πρόεδρος απέδειξε ότι αυτή τη φορά επιστρέφει όχι απλώς για να διακηρύξει, αλλά για να εφαρμόσει ένα τολμηρό και αναθεωρητικό σχέδιο που επηρεάζει τον πυρήνα του παγκόσμιου εμπορίου.
Ο Τραμπ ενεργοποίησε ξανά τον μηχανισμό των δασμών, στοχεύοντας τόσο σε προϊόντα όσο και σε υπηρεσίες που σχετίζονται με τη ναυτιλία. Η ρητορική περί «δίκαιου εμπορίου» συνοδεύτηκε από πρακτικά μέτρα, όπως την επιβολή ανταποδοτικών δασμών σε χώρες που – κατά την αμερικανική διοίκηση – δεν διασφαλίζουν ίσους όρους πρόσβασης στις ναυτιλιακές υπηρεσίες. Τα νέα μέτρα επηρεάζουν ήδη λιμενικές χρεώσεις, ναυλώσεις και τις διακρατικές συμβάσεις μεταφορών, προκαλώντας ανησυχία σε παραδοσιακούς εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ.
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της νέας στρατηγικής είναι η αποφασιστικότητα του Τραμπ να επαναφέρει τις Ηνωμένες Πολιτείες στο επίκεντρο της ναυπηγικής παραγωγής. Με αιχμή του δόρατος τη δημιουργία ειδικού Γραφείου Ναυπηγικής εντός του Λευκού Οίκου, ο Τραμπ επιχειρεί να ελέγξει κεντρικά τις κρατικές ναυπηγήσεις, ενισχύοντας τις στρατιωτικές και εμπορικές δυνατότητες της χώρας μέσω αμερικανικών ναυπηγείων.
Η «αποπαγκοσμιοποίηση» της ναυπηγικής, όπως την περιγράφουν αναλυτές, στοχεύει στην ανάκτηση χαμένου εδάφους από χώρες όπως η Κίνα και η Νότια Κορέα, με την Ουάσινγκτον να στέλνει σαφές μήνυμα ότι θέλει να ανακτήσει τον έλεγχο της ναυπηγικής υποδομής. Όμως τις τελευταίες ημέρες η πολιτική Τραμπ για τη ναυτιλία φαίνεται ότι περνάει σε δεύτερο πλάνο λόγω των αποχωρήσεων κορυφαίων στελεχών από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας. Είναι οι τελευταίοι υπεύθυνοι του σχεδίου ανασυγκρότησης της αμερικανικής ναυπηγικής. δύο από τους πιο κομβικούς αξιωματούχους που σχεδίασαν και υλοποίησαν τη σχετική στρατηγική στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας (NSC) αποχώρησαν από τις θέσεις τους τις τελευταίες ημέρες.
Ο Ian Bennitt, διευθυντής για τη θαλάσσια και βιομηχανική ισχύ, και ο Brian McCormack, επικεφαλής προσωπικού του NSC, υπέβαλαν την παραίτησή τους την περασμένη εβδομάδα, σύμφωνα με πληροφορίες από διεθνή ΜΜΕ.
Η αποχώρηση Bennitt έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς ήταν εκ των βασικών αρχιτεκτόνων της προσπάθειας να ανακτηθεί ο έλεγχος της παγκόσμιας ναυτιλίας από τις ΗΠΑ και να περιοριστεί η επιρροή της Κίνας, με έμφαση στη ναυπήγηση εμπορικών πλοίων.
Τον Απρίλιο, ο πρόεδρος Τραμπ υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα για την ενίσχυση της αμερικανικής ναυπηγικής βιομηχανίας, με διακομματική στήριξη. Το NSC δημιούργησε ειδικό ναυτιλιακό γραφείο, παρουσιάζοντάς το ως απόδειξη δέσμευσης.
Ωστόσο, η λειτουργία του γραφείου αποδυναμώθηκε ραγδαία. Σύμφωνα με τη Wall Street Journal, μέχρι τον Ιούλιο, πέντε από τα επτά στελέχη του είχαν αποχωρήσει.
Η διακοπή της χρηματοδότησης για το National Maritime Security Program (MSP) αποτελεί μια ακόμα ηχηρή αλλαγή. Το πρόγραμμα, που εξασφάλιζε την ετοιμότητα εμπορικών πλοίων για στρατιωτική χρήση σε περιόδους κρίσης, φαίνεται να εγκαταλείπεται υπέρ ενός πιο «συμπαγούς» κρατικού σχεδίου επενδύσεων, γνωστού ως «Μεγάλο Ναυπηγικό Νομοσχέδιο». Αντί για στήριξη στον ιδιωτικό τομέα, η νέα στρατηγική δίνει έμφαση στον άμεσο έλεγχο και στη χρηματοδότηση κρατικά κατευθυνόμενων πρωτοβουλιών.
Για την υλοποίηση αυτού του φιλόδοξου σχεδίου, η κυβέρνηση Τραμπ εξετάζει την επιβολή ειδικού τέλους στις ναυτιλιακές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, το νέο μέτρο μπορεί να αποφέρει έως και 29 δισ. δολάρια, ποσό που θα κατευθυνθεί απευθείας στην ενίσχυση της εγχώριας ναυπηγικής και των σχετικών υποδομών.
Πηγή: newmoney.gr
Διαβάστε επίσης: Η σειρά... του Πεκίνου: Το διακύμβευμα από τις συζητήσεις ΗΠΑ - Κίνας