Νόμιμες και με τη βούλα οι πράξεις του τέως Εφόρου Φορολογίας

Η απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου αφορούσε πράξεις που εκδόθηκαν από την ημέρα διορισμού του τέως Εφόρου μέχρι τη στιγμή που ο διορισμός του κρίθηκε ως αντισυνταγματικός και ακυρώθηκε

Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, με δύο άκρως ενδιαφέρουσες και πλούσιες σε νομολογία αποφάσεις του στις οποίες πραγματεύεται τη θεωρία του de facto διοικητικού οργάνου και την αρχή της δεσμευτικότητας των δικαστικών αποφάσεων που αποτελούν πηγή δικαίου, επιβεβαίωσε ως νόμιμες τις πράξεις που ο τέως Έφορος Φορολογίας εξέδωσε από την ημέρα διορισμού του από το Υπουργικό Συμβούλιο και μέχρι τη στιγμή που ο διορισμός του κρίθηκε ως αντισυνταγματικός από το Ανώτατο Δικαστήριο και ακυρώθηκε.

Αυτό ανακοίνωσε η Νομική Υπηρεσία σημειώνοντας πως οι αποφάσεις πλέον επισφραγίζουν οριστικά και αμετάκλητα τη νομιμότητα των πράξεων και αποφάσεων που εξέδωσε ο τέως Έφορος Φορολογίας, καθότι, σύμφωνα με το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, η ακύρωση του διορισμού του ουδεμία επίδραση θεωρείται πλέον ότι επιφέρει στις πράξεις που εξέδωσε ενόσω κατείχε τη θέση. Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ήταν πλειοψηφικές και φέρουν ημερομηνία έκδοσης την 18η Ιουλίου 2025.

Στην προκείμενη, υπό την κρίση του Δικαστηρίου τέθηκε η έννοια του de facto διοικητικού οργάνου, καθότι ισχυρισμός των εφεσίβλητων ήταν πως, επειδή ο διορισμός του τέως Εφόρου Φορολογίας έγινε «έξω από το συνταγματικό πλαίσιο και/ή τον συνταγματικό θεσμό» είναι ανυπόστατος και άρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως de facto διοικητικό όργανο, με αποτέλεσμα όλες οι πράξεις του μέχρι την ακύρωση του διορισμού του να στερούνται κάθε νομιμότητας. Τον ισχυρισμό αντέκρουσε η Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, με το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο να κρίνει ότι η νομιμότητα των πράξεων του τέως Εφόρου Φορολογίας εδράζεται στο ότι είχε νόμιμη υπόσταση. Δηλαδή, είχε μεσολαβήσει πράξη διορισμού του σύμφωνα με τις πρόνοιες της νομοθεσίας και οι συνθήκες κατά την άσκηση των καθηκόντων του, δημιουργούσαν στον μέσο καλόπιστο και σώφρονα διοικούμενο την εύλογη πεποίθηση ότι ασκούσε νόμιμα τα καθήκοντά του (de facto διοικητικό όργανο).

Της παρούσας απόφασης του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου είχε προηγηθεί τον Οκτώβριο 2024, η απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου σε όμοιας φύσεως υπόθεση (Ευριδίκη Λάμπρου v. Δημοκρατίας), η οποία και αυτή στρεφότανκατά πράξεων που ο τέως Έφορος Φορολογίας είχε λάβει κατά την άσκηση των καθηκόντων του και η οποία εφάρμοσε, για πρώτη φορά ως προς τον τέως Έφορο Φορολογίας, το δόγμα του de facto οργάνου, σε συμφωνία με τις θέσεις που είχε προβάλει ο Γενικός Εισαγγελέας.

Εφαρμόζοντας τις προϋποθέσεις που διέπουν το δόγμα του δικαστικού προηγούμενου, το Δικαστήριο ακολούθησε τα όσα κρίθηκαν στην Λάμπρου v. Δημοκρατίας. Ενδεικτική η αναφορά:

«Εν προκειμένω, όπως και στην περίπτωση της Λάμπρου, το Υπουργικό Συμβούλιο δεν “υφάρπαξε την αρμοδιότητα της ΕΔΥ”. Η αρμοδιότητα διορισμού του Εφόρου ανατέθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο από τον Νόμο. Ο Νόμος ήταν θωρακισμένος με μαχητικό τεκμήριο συνταγματικότητας. Το Υπουργικό Συμβούλιο συμμορφώθηκε στον Νόμο διορίζοντας Έφορο με ειδική πράξη, η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Δεν επρόκειτο για ανυπόστατη πράξη. Κατά ανάλογο τρόπο, οι εκδιδόμενες από το διορισθέν, δυνάμει του Νόμου αυτού, πρόσωπο διοικητικές πράξεις ήταν θωρακισμένες με μαχητό τεκμήριο νομιμότητας. Δεν εκδόθηκαν κατά “νόσφιση εξουσίας” ή “σφετερισμό εξουσίας” ή “αντιποίηση αρχής”. Με δεδομένη την παράνομη, όπως κρίθηκε μεταγενέστερα, αλλά όχι ανυπόστατη, πράξη διορισμού του Εφόρου, απαραίτητος όρος ώστε να θεωρηθεί de facto διοικητικό όργανο, ήταν η δημιουργία αντικειμενικής επίφασης νομιμότητας. Βρισκόμαστε σε πλήρη συμφωνία με την προσέγγιση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Λάμπρου, ότι υπό τις συνθήκες υπό τις οποίες ο Έφορος άσκησε τα καθήκοντά του μετά τον διορισμό του, βάσει ρητής νομοθετικής διάταξης, ο οποίος, περιπλέον, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, εύλογα μπορούσε να δημιουργηθεί στον καλόπιστο και σώφρονα διοικούμενο η πεποίθηση ότι αυτός νόμιμα είχε την ιδιότητα του Εφόρου και νόμιμα ασκούσε τα καθήκοντά του. Αδιαμφισβήτητα υπήρχε αντικειμενική επίφαση νομιμότητας. Ήταν ένα de facto διοικητικό όργανο, μέχρις ότου η ισχύς του διορισμού του ακυρωθεί, χωρίς να επηρεάζεται το κύρος των διοικητικών πράξεων που είχε στο μεταξύ εκδώσει.»

Ενδιαφέρον επιπλέον παρουσιάζει η κρίση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στον ισχυρισμό για «νομικά ανυπόστατο διορισμό κατά παραβίαση του Συντάγματος» σε σχέση με την αρχή του de facto οργάνου. Απάντηση στη θέση αυτή έδωσε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο επικαλούμενο κυρίως την απόφαση του τότε Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αριστείδης Λιασής «στην οποία ζητήθηκε η ακύρωση πράξεων προσώπου το οποίο είχε διοριστεί από το πραξικοπηματικό καθεστώς στις 15 Ιουλίου 1974 ως αστυνομικός διευθυντής Λεμεσού. Ο διορισμός αυτός κρίθηκε ανυπόστατος και νομικά ανύπαρκτος, με αποτέλεσμα το δόγμα των de facto οργάνων να μην έχει εφαρμογή. Επρόκειτο για πλήρη ανατροπή της συνταγματικής τάξης και της συνταγματικής νομιμότητας, συνιστώντας έτσι κλασική περίπτωση νόσφισης, σφετερισμού εξουσίας. Εξ ου και το Δικαστήριο διαπίστωσε δικαστικώς την ανυπαρξία των επίδικων αποφάσεων. Τέτοια όμως κατάσταση διαφοροποιείται πλήρως από την υπό εξέταση περίπτωση, όπου για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, υπήρχε εξ αντικειμένου επίφαση νομιμότητας».

Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, την υπόθεση χειρίστηκαν η κα Δένα Εργατούδη, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας και οι κ.κ. Θάσος Χατζηλούκας και Παύλος Βασιλείου, Δικηγόροι της Δημοκρατίας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ