Συνέντευξη στον Ξένιο Μεσαρίτη
Η φορολογική μεταρρύθμιση στην Κύπρο βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Με τη δημόσια διαβούλευση να έχει ολοκληρωθεί και τα νομοσχέδια να ετοιμάζονται για κατάθεση στη Βουλή, ο δημόσιος διάλογος κορυφώνεται. Ο Σύνδεσμος Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου (ΣΕΛΚ), ένας από τους βασικότερους τεχνοκρατικούς φορείς του τόπου, δεν μένει σιωπηλός. Ο Γενικός Διευθυντής του ΣΕΛΚ, Κυριάκος Ιορδάνους, μιλά στο Economy Today με σαφήνεια και χωρίς περιστροφές υπογραμμίζοντας ότι «Η φορολογία δεν είναι εργαλείο κοινωνικής πολιτικής, είναι εργαλείο ανάπτυξης». Με αυτό το ξεκάθαρο στίγμα, αναλύει γιατί το προτεινόμενο πλαίσιο δεν είναι ολιστικό, πώς μπορεί να μειωθεί το διοικητικό κόστος για τις επιχειρήσεις και γιατί η αύξηση του αφορολόγητου πρέπει να συνοδεύεται από ρεαλισμό, λειτουργικότητα και όχι από αποσπασματικές εκπτώσεις.
Ας ξεκινήσουμε με μια λίγο προβοκατόρικη ερώτηση. Υπάρχουν διάφορες τοποθετήσεις από φορείς που δεν είναι ικανοποιημένοι από την απλοποίηση του φορολογικού πλαισίου, υποστηρίζοντας ότι δεν διευκολύνεται η φορολογική συμμόρφωση των επιχειρήσεων. Αυτό δημιουργεί περαιτέρω διοικητικό φόρτο και φορολογικό βάρος. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η πολυπλοκότητα της φορολογικής συμμόρφωσης ευνοεί κάποια μέλη σας, ώστε να έχουν περισσότερη δουλειά και εισοδήματα, καθώς ο φορολογικός σύμβουλος ή ο λογιστής καθίστανται απαραίτητοι για τις επιχειρήσεις. Πώς αντιλαμβάνεστε αυτή την κριτική και τι εισηγείστε εσείς ως ΣΕΛΚ για την απλοποίηση του φορολογικού πλαισίου;
Πράγματι, η ερώτησή σας μπορεί να έχει ψήγματα αληθοφάνειας, όμως πόρρω απέχει από την πραγματικότητα. Τόσο ο ΣΕΛΚ όσο και τα μέλη μας επιθυμούν όπως έχουμε ένα όσο το δυνατόν πιο απλοποιημένο, ξεκάθαρο, μηχανογραφημένο και λειτουργικό φορολογικό πλαίσιο, έτσι ώστε να διευκολύνεται η εργασία τους και η υπηρεσία που παρέχουν στον φορολογούμενο μακριά από αβεβαιότητα και προβληματισμό. Η αχρείαστη γραφειοκρατία και πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος επιφορτίζει με περισσότερο κόστος, χρόνο και ευθύνη τον επαγγελματία λογιστή χωρίς την αντίστοιχη δυνατότητα ανάκτησής τους, ενώ δυσκολεύει την απρόσκοπτη εξυπηρέτηση του φορολογούμενου, ανεξάρτητα από το αν είναι Κύπριος κάτοικος ή επενδυτής.
Έχουμε υποβάλει κατ’ επανάληψη προτάσεις για απλοποίηση πλαισίου οι οποίες θα μπορούσαν να προέλθουν μέσα από διάφορες ρυθμίσεις. Ευελπιστώ ότι στο πλαίσιο της φορολογικής μεταρρύθμισης θα υπάρξει πρόοδος στο θέμα αυτό.
Από τη στιγμή που τέθηκε στο τραπέζι το μεγαλεπήβολο πρότζεκτ της φορολογικής μεταρρύθμισης, ποιες ήταν οι προσδοκίες σας ως ΣΕΛΚ και πώς σας φαίνεται η διαδικασία που ακολουθήθηκε μέχρι σήμερα; Θεωρείτε ότι η προσέγγιση που ακολουθήθηκε είναι επαρκής ή πιστεύετε ότι πρέπει να αγγίξουν και άλλα σημεία, όπως ο ΦΠΑ ή άλλες παραμέτρους, για να καταστεί η μεταρρύθμιση πραγματικά «ολιστική»;
Καταρχάς επιτρέψετέ μου να σημειώσω την ευαρέσκεια και την ικανοποίηση του ΣΕΛΚ για το γεγονός ότι, μετά από αρκετά χρόνια, η Κυβέρνηση εισάκουσε τις εισηγήσεις μας και προχώρησε στην εκπόνηση του έργου αυτού.
Παρά το γεγονός ότι, εν τέλει, το έργο δεν αποτελεί καθαυτό μετασχηματιστικό έργο και ούτε έχει μιαν ολιστική προσέγγιση, αλλά περιορίζεται σε συγκεκριμένες ρυθμίσεις, εντούτοις αποτελεί ένα καλό σημείο εκκίνησης για την αναθεώρηση του όλου πλαισίου.
Κατά την άποψή μας, θα ήταν καλύτερα αν είχε προηγηθεί ένας προκαταρκτικός, τουλάχιστον, διάλογος με τα άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη για να χαρτογραφηθεί με περισσότερη σαφήνεια η προσέγγιση του έργου, να ξεκαθαριστούν οι στόχοι του έργου και η βάση πάνω στην οποία θα στηριχτεί το αναθεωρημένο φορολογικό σύστημα. Αντ’ αυτού, ζητήθηκε όπως υποβληθούν εισηγήσεις από οποιονδήποτε ήθελε να προτείνει κάτι, με αποτέλεσμα να υπάρξει μια μεγάλη συλλογή από φοροελαφρυντικές και φοροαπαλλακτικές προτάσεις, ενδεχομένως δυσκολεύοντας το έργο της Ομάδας Έργου.
Επίσης, διατηρούμε τη γνώμη ότι είναι απαραίτητη η ολιστική προσέγγιση προς το έργο, για όλα τα είδη των φόρων που συνθέτουν τα κρατικά έσοδα, με έμφαση στην απλοποίηση του συστήματος, στην ενοποίηση ή κατάργηση φορολογιών, καθώς και συγκεκριμένων προνοιών που επιφέρουν περιπλοκότητα, στην περισσότερη ευελιξία στις διαδικασίες, στον περιορισμό της γραφειοκρατίας και ασφαλώς στην εδραίωση της σταθερότητας και της προβλεψιμότητας όλου του φορολογικού πλαισίου. Αναμέναμε επίσης να δούμε προτάσεις οι οποίες θα μειώσουν το ολοένα αυξανόμενο τα τελευταία χρόνια διοικητικό κόστος συμμόρφωσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ) που αδιαμφισβήτητα αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της κυπριακής οικονομίας, ενώ την ίδια ώρα να διατηρηθούν τα συγκριτικά και ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της χώρας μας για ξένους επιχειρηματίες, λαμβάνοντας υπόψη το έντονα μεταβαλλόμενο διεθνές σκηνικό.
Ο Υπουργός Οικονομικών, εμμέσως πλην σαφώς, απορρίπτει τη θέση σας για το κατώτατο φορολογικό εισόδημα των 22.500 ευρώ, σημειώνοντας στις 2 Απριλίου ότι η αύξηση του αφορολόγητου πέραν των προτεινόμενων 20.500 ευρώ θα οδηγούσε σε περιπέτειες την κυπριακή οικονομία. Πώς απαντάτε σε αυτή την τοποθέτηση και ουσιαστικά απόρριψη της θέσης του ΣΕΛΚ;
Καταρχήν, πεποίθηση του ΣΕΛΚ είναι ότι η Φορολογία αποτελεί εργαλείο για πλαισίωση πολιτικών για την οικονομική ανάπτυξη και τη χρηματοδότηση του Κράτους και ΌΧΙ εργαλείο για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής από την εκάστοτε κυβέρνηση. Τα δημοσιονομικά έσοδα θα καθορίσουν το επίπεδο της κοινωνικής πολιτικής, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων και των προτεραιοτήτων του Κράτους.
Στο πλαίσιο αυτού του αξιώματος, ο ΣΕΛΚ, ως θέμα αρχής, δεν συμφωνεί με την αύξηση του αφορολόγητου ποσού, καθώς κρίνει ότι αυτό καλύπτει σε μεγάλο βαθμό διάφορες άλλες κοινωνικές παροχές, ενώ εξαιρεί από τη φορολόγηση πέραν του 45% του εργατικού δυναμικού. Αναγνωρίζουμε όμως ότι, το όριο των €19.500 τέθηκε πριν από 22 χρόνια και ότι ίσως να χρειάζεται μια μικρή τιμαριθμική αναπροσαρμογή.
Από την άλλη, είδαμε στην πρόταση της Κυβέρνησης την εισαγωγή διάφορων φορολογικών εκπτώσεων οι οποίες αυξάνουν στην ουσία το αφορολόγητο ποσό, ενώ παράλληλα, επιφέρουν περισσότερη οργανολειτουργική πολυπλοκότητα, με την οποία δεν είμαστε σύμφωνοι. Συνεπώς, αντιλαμβανόμενoι και την κοινωνική διάσταση, με σκοπό να βρούμε μια «χρυσή τομή», προτείναμε όπως το αφορολόγητο αυξηθεί στις €22.000 και να απαλειφθούν οι προτεινόμενες φορολογικές εκπτώσεις. Άρα, η δική μας εισήγηση είναι πιο «συντηρητική» από αυτήν που πρότεινε η κυβέρνηση, και ίσως πιο λειτουργική και πιο στοχευμένη.
Η κατάργηση της λογιζόμενης διανομής μερισμάτων αποτελεί μια σημαντική αλλαγή στην οποία συμφωνείτε. Πώς εκτιμάτε ότι αυτή η κίνηση θα επηρεάσει τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων, ειδικά όσον αφορά το δίλημμα «μισθός ή μέρισμα»; Θεωρείτε ότι η αλλαγή αυτή μπορεί να έχει επιπτώσεις στο πώς οι μέτοχοι των εταιρειών δηλώνουν τα εισοδήματά τους;
Καταρχάς συμφωνούμε με την κατάργηση της λογιζόμενης διανομής μερισμάτων, καθότι αποτελούσε μια αναχρονιστική και άδικη ρύθμιση.
Αντιλαμβάνομαι ότι, το ερώτημά σας συνδυάζει τη μείωση της Έκτακτης Αμυντικής Εισφοράς από το 17% στο 5% στα μερίσματα. Ασφαλώς και η επιθυμία του ΣΕΛΚ είναι η μείωση της φορολογίας αυτής, η οποία αφορά ουσιαστικά τους μετόχους/ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων μόνο και όχι όλους τους φορολογούμενους.
Βέβαια το ποσοστό του 5% αλλάζει σημαντικά τη φορολογική εξίσωση προς όφελος του ντόπιου επιχειρηματία και φορολογικού κάτοικου. Ευελπιστώ ότι, η πιο πάνω ρύθμιση θα υποκινήσει τυχόν επιχειρηματίες που δηλώνουν ως φορολογική έδρα τρίτη χώρα, να μεταφέρουν τη φορολογική τους κατοικία στην Κύπρο. Από την άλλη, φαίνεται να υπάρχει ο κίνδυνος στον οποίο αναφέρεστε, αφού στην πρότασή της η ίδια η κυβέρνηση εισάγει αντι-καταχρηστικές πρόνοιες για έλεγχο τυχόν τέτοιων περιπτώσεων. Διατηρούμε τους προβληματισμούς μας για τις πρόνοιες αυτές. Άρα, κατά την άποψή μου, χρειάζεται καλύτερη επεξεργασία τής συγκεκριμένης πρόνοιας από όλες τις πλευρές, η οποία, όπως είναι εν πρώτοις διατυπωμένη, ενδεχομένως να περιπλέκει τη λειτουργικότητα και τον έλεγχο του συγκεκριμένου σημείου, ενώ ίσως να εμπεριέχει και στοιχεία μη ίσης μεταχείρισης μεταξύ των φορολογούμενων.
Το προτεινόμενο πλαίσιο για εταιρικό φόρο στο 15% αποτελεί σημείο αντιπαράθεσης. Πιστεύετε ότι αυτή η αλλαγή ευνοεί ή αποδυναμώνει την Κύπρο ως επιχειρηματικό κέντρο, απαλείφοντας τις όποιες αναφορές ως φορολογικού παραδείσου; Ποια ισορροπία πρέπει να επιτευχθεί ανάμεσα στην ανταγωνιστικότητα και τη συμμόρφωση με τις διεθνείς πρακτικές;
Η θέση του ΣΕΛΚ λέει ότι ο φορολογικός συντελεστής θα ήταν ορθότερο να παραμείνει στα σημερινά του επίπεδα, ήτοι στο 12,5%. Τώρα, αν η αύξηση στο 15% αποτελεί πολιτική απόφαση με σκοπό να ρυθμιστούν άλλες παράμετροι, τότε τα πράγματα είναι διαφορετικά, κάτι το οποίο αντιλαμβανόμαστε.
Η ισορροπία ανάμεσα στην ανταγωνιστικότητα/ελκυστικότητα, από τη μια και στη συμμόρφωση, από την άλλη, αποτελεί ασφαλώς μια πολύ δύσκολη άσκηση. Συνεπώς, οφείλουμε μεν να διαφυλάξουμε την καλή φήμη και εικόνα της χώρας, από την άλλη δε, είναι σημαντικό η χώρα να παραμείνει βιώσιμη επιχειρηματικά και οικονομικά. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ως Κύπρος είμαστε μια χώρα που «εμπορεύεται» και «εξάγει» κυρίως υπηρεσίες σε ένα ιδιαίτερα σύνθετο διεθνές περιβάλλον, τότε η απόφαση για αύξηση φορολογικών συντελεστών γίνεται ακόμα πιο δύσκολη.
Αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι να καταφέρει το Κράτος να προσφέρει την αναμενόμενη προστιθέμενη αξία στις υπηρεσίες, δομές και υποδομές που παρέχει στους επιχειρηματίες και στους επενδυτές, έτσι ώστε να δικαιολογείται η αυξημένη φορολόγηση. Παράλληλα, αντίστοιχη σημασία έχουν τα άλλα μέτρα και οι διευκολύνσεις που το φορολογικό σύστημα παρέχει, έτσι ώστε από τη μια να υπάρχει ένας πολύ ανταγωνιστικός αποτελεσματικός συντελεστής (λιγότερος από τον ονομαστικό) και από την άλλη, να υπάρχει η απαιτούμενη διαφάνεια, σαφήνεια και ευκολία στη χρήση του φορολογικού μας συστήματος. Καταληκτικά, θα έλεγα πως όταν αναφερόμαστε σε διεθνείς πρακτικές, καλό θα ήταν να βλέπαμε προς τα αντίστοιχα ολοκληρωμένα πλαίσια και να μένουμε μόνο σε αποσπασματικά σημεία.
Επισημάνατε ότι θεμελιώδεις πυλώνες ενός φορολογικού συστήματος αποτελούν η ανταγωνιστικότητά του και η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Ποιες συγκεκριμένες αλλαγές θεωρείτε κρίσιμες για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι; Ποια είναι η θέση σας σε σχέση με το Όραμα 2035 και τη σύνδεσή του με τη φορολογική μεταρρύθμιση;
Είμαστε θιασώτες του Οράματος 2035 και η πάγιά μας εισήγηση, από το στάδιο της διαβούλευσης στο πλαίσιο του έργου αυτού, ήταν όπως ο φορολογικός μετασχηματισμός προσαρμοζόταν γύρω από το Όραμα 2035, «ντύνοντάς το με όλους τους απαραίτητους μανδύες» με σκοπό την περαιτέρω ενίσχυση της αποτελεσματικής του εφαρμογής. Άρα, ίσως η συζήτηση για τη φορολογική μεταρρύθμιση θα έπρεπε να είχε αυτό ως αφετηρία, καλύπτοντας τους βασικούς άξονες στρατηγικής προτεραιότητας και ενισχύοντας τους υφιστάμενους και επιδιωκόμενους παραγωγικούς τομείς.
Βασικό στοιχείο της φορολογικής πολιτικής είναι η σταθερότητα και η προβλεψιμότητα που εκπέμπει κάθε φορολογικός προορισμός, συνεπώς, οι αλλαγές που επιδιώκονται με την παρούσα εργασία θα έχουν μια μακροχρόνια ισχύ. Άρα, με την ευκαιρία επιθυμώ να επαναλάβω ότι η φορολογική μεταρρύθμιση θα πρέπει να έχει ένα τέτοιο μακρόπνοο ορίζοντα, που φρόνιμο είναι να περιλαμβάνει ρυθμίσεις σε ολόκληρο το πλαίσιο από τώρα, παρά να γίνονται προσαρμογές ή διορθώσεις συχνά.
Στις εισηγήσεις σας αναφέρετε ότι μια ολοκληρωμένη φορολογική μεταρρύθμιση θα περιλάμβανε τη θέσπιση ενός Φορολογικού Συμβουλίου και τη ρύθμιση των Φορολογικών Συμβούλων. Πώς θεωρείτε ότι θα συμβάλει η δημιουργία ενός Φορολογικού Συμβουλίου στη βελτίωση της διαφάνειας και της αποδοτικότητας του συστήματος; Τι ακριβώς προτείνετε σε σχέση με τη ρύθμιση των Φορολογικών Συμβούλων και ποια προβλήματα θα επιλύσει;
Οι προτάσεις του ΣΕΛΚ για έναν ολοκληρωμένο φορολογικό μετασχηματισμό περιλαμβάνουν 5 ενότητες, ήτοι:
(α) τη θέσπιση ενός Φορολογικού Συμβουλίου,
(β) τη Φορολογική Δικαιοσύνη,
(γ) τη ρύθμιση των Φορολογικών Συμβούλων,
(δ) την ψηφιακή-μηχανογραφική λειτουργία του Τμήματος Φορολογίας και
(ε) τις επιμέρους αλλαγές σε νομικά και φοροτεχνικά θέματα, καθώς και στα εξειδικευμένα θέματα που επιβάλλονται από τη διεθνή σκηνή, π.χ Ε.Ε., ΟΟΣΑ κ.ά., για να προδιαγραφεί το φορολογικό σύστημα.
Έχω την ταπεινή πεποίθηση ότι, είναι αναντίλεκτη η κοινή διαπίστωση πως η σοφία των πολλών είναι καλύτερη από τη σοφία του ενός. Άρα, το Φορολογικό Συμβούλιο θα είναι υπεύθυνο για τον καταρτισμό της Εθνικής Φορολογικής Στρατηγικής, η οποία θα διέπει το φορολογικό μέλλον της χώρας, τόσο για φοροεισπρακτικούς σκοπούς όσο και για σκοπούς ανάπτυξης της οικονομικής δραστηριότητας και ενίσχυσης της θέσης της Κύπρου ως ένας διεθνής επιχειρηματικός προορισμός κύρους και αξίας.
Πρότασή μας είναι όπως το Φορολογικό Συμβούλιο είναι ένα επιτελικό σώμα υπό την προεδρία του Υπουργού Οικονομικών και στο οποίο να συμμετέχουν οι πιο αρμόδιοι φορείς όπως, π.χ το Υπουργείο Οικονομικών, το Τμήμα Φορολογίας, το Τελωνείο, το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, το Συμβούλιο Οικονομίας και Ανταγωνιστικότητας Κύπρου, ως επίσης οι πιο σχετικοί με το θέμα επαγγελματικοί και παραγωγικοί φορείς της οικονομίας. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την αυξημένη συμμετοχικότητα και τη δέσμευση όλων των φορέων προς επίτευξη κοινών στόχων, ενώ θα επιτρέψει τη λειτουργία του κράτους σε μια πιο μακροπρόθεσμη βάση, ενισχύοντας τη διαφάνεια, σταθερότητα και προβλεψιμότητα της χώρας.
Σε ό,τι αφορά τη ρύθμιση των φορολογικών συμβούλων, η Κύπρος είναι από τις ελάχιστες χώρες εντός Ε.Ε. που δεν ρυθμίζει τους φορολογικούς συμβούλους, κάτι που ο ΣΕΛΚ προτείνει διαχρονικά να γίνει. Τυχόν ρύθμιση των φορολογικών συμβούλων θα έχει σημαντικά οφέλη για την οικονομία, για τη λειτουργία του φορολογικού συστήματος και τα φορολογικά έσοδα, για τους φορολογούμενους και για τη φήμη και εικόνα της χώρας γενικότερα.
Ρυθμίζοντας το επάγγελμα του φορολογικού συμβούλου:
(α) η χώρα θα έχει την ευκαιρία να ενισχύσει το περιβάλλον συμμόρφωσης ως προς τις απαιτήσεις του Νόμου και των διεθνών οδηγιών,
(β) οι φορολογικοί σύμβουλοι θα έχουν την υποχρέωση να ικανοποιούν ελάχιστα κριτήρια αδειοδότησης και λειτουργίας (π.χ εκπαίδευσης, επαγγελματικής ασφάλισης, ικανότητας και δεοντολογίας), καθιστώντας έτσι το σκηνικό ίσο για όλους τους συντελεστές και πιο ασφαλές για το Κράτος και τους πελάτες των φορολογικών συμβούλων,
(γ) θα περιοριστεί τυχόν φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή, θέτοντας κριτήρια ελέγχου, λογοδοσίας και κυρώσεων σε βάρος των κακώς δρώντων συμβούλων,
(δ) ενισχύεται η ποιότητα των συμβούλων και κατ’ επέκταση, του φορολογικού πλαισίου της χώρας.