Ο δισεκατομμυριούχος Φρανσουά-Ανρί Πινό, μετά από δύο δεκαετίες στο τιμόνι της Kering SA, ιδιοκτήτριας της Gucci, παραδίδει τα ηνία, σε μια από τις πιο δύσκολες στιγμές για την οικογενειακή εταιρεία.
Το κρίσιμο ερώτημα για τους επενδυτές είναι, εάν θα δώσει στον διάδοχό του την ελευθερία να «καθαρίσει το τοπίο». Ο 63χρονος κληρονόμος, ο οποίος θα αντιμετωπίσει τους μετόχους την Τρίτη, παραχωρεί τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου – έπειτα από αυξανόμενες πιέσεις των επενδυτών – στον Λούκα ντε Μέο, έναν εξωτερικό μάνατζερ προερχόμενο από την αυτοκινητοβιομηχανία, χωρίς εμπειρία στον χώρο της πολυτέλειας.
Ωστόσο, ο ίδιος θα παραμείνει πρόεδρος και έχει δηλώσει πως «θα συμμετέχει πλήρως στον στρατηγικό προσανατολισμό του ομίλου», παρόλο που έχει δεσμευτεί ότι «δεν θα παρεμβαίνει και δεν θα σταθεί εμπόδιο στα σχέδια του νέου CEO». Ο ντε Μέο, που πιστώνεται την επιτυχημένη αναδιοργάνωση της Renault SA, αναλαμβάνει καθήκοντα στις 15 Σεπτεμβρίου.
Η διοίκηση μιας οικογενειακής επιχείρησης μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολη για έναν εξωτερικό CEO, ειδικά όταν αυτή είχε για χρόνια εσωτερικό ηγέτη που συνεχίζει να δηλώνει παρών. «Συχνά βλέπουμε οι CEO να φεύγουν ή να απομακρύνονται, καθώς η οικογένεια δεν αφήνει χώρο. Οι CEO νιώθουν συνεχώς ότι βρίσκονται υπό παρακολούθηση», εξηγεί ο Μόρτεν Μπένεντσεν του πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης και επισκέπτης καθηγητής στο Insead.
Σύμφωνα με το Bloomberg, η τοποθέτηση του ντε Μέο, που ανακοινώθηκε τον Ιούνιο, έστρεψε την προσοχή στην αντιφατική κληρονομιά του Πινό, από μια «χρυσή εποχή» για τη Gucci, έως μια σειρά αποτυχημένων εξαγορών, συνεχείς αλλαγές σε κορυφαία στελέχη και δημιουργικούς διευθυντές και τελικά βουτιά πωλήσεων και κερδών. Η μετοχή της Kering και η περιουσία της οικογένειας έχουν μειωθεί σχεδόν κατά δύο τρίτα από τα ιστορικά υψηλά του 2021, ενώ και τα υπόλοιπα brands, όπως Balenciaga και Yves Saint Laurent, δοκιμάζονται.
«Τα τελευταία χρόνια, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως case study για το πώς δεν πρέπει να διοικείται μια εταιρεία», σχολίασε ο Φλάβιο Σερέντα, διαχειριστής χαρτοφυλακίου πολυτελών brands στην GAM UK Ltd. «Έχουν ληφθεί περίεργες αποφάσεις ξανά και ξανά, με αποτέλεσμα σημαντική, αυτοπροκαλούμενη καταστροφή αξίας». Ο ίδιος προβλέπει μάλιστα, πως «μέχρι το τέλος του έτους θα υπάρξουν σίγουρα αποχωρήσεις στελεχών».
Από την άνευ προηγουμένου αύξηση της ζήτησης για είδη πολυτελείας στις αρχές της «μετα-Covid» εποχής, οι περισσότεροι μεγάλοι παίκτες του κλάδου, συμπεριλαμβανομένων των Chanel Ltd. και Burberry Group Plc, έχουν καταγράψει ύφεση. Η Kering, όμως, βρέθηκε στην πιο δεινή θέση, με συνεχείς υποβαθμίσεις και αρνητική προοπτική από τη Standard & Poor’s λόγω χρέους.
Οι πιέσεις για απομάκρυνση του Πινό από τη θέση του CEO είχαν ξεκινήσει από καιρό. Ο ακτιβιστής επενδυτής Μάρκο Ταρίκο, συνιδρυτής της Bluebell Capital Partners, που είχε πάρει θέση στην Kering το 2023, τον είχε καλέσει να περιοριστεί σε ρόλο μη εκτελεστικού προέδρου «για το καλό των μετόχων». Ο Πινό το αποδέχθηκε. «Το βασικό αίτημα ήταν ένα βήμα πίσω από τον Πινό. Το έκανε», δήλωσε ο Ταρίκο, αρνούμενος να πει εάν η Bluebell εξακολουθεί να κατέχει μετοχές της Kering.
Σε επιστολή προς τους μετόχους τον Αύγουστο, αναγνώρισε ότι τα αποτελέσματα της εταιρείας παραμένουν «πολύ χαμηλότερα από το δυναμικό της». Η οικογένεια Πινό κατέχει το 42% της εταιρείας και το 59% των δικαιωμάτων ψήφου. Η περιουσία τους έχει μειωθεί από τα 59 δισ. δολάρια τον Αύγουστο του 2021 σε περίπου 23 δισεκατομμύρια σήμερα.
Τα τελευταία χρόνια, οι μάρκες της Kering έχουν γνωρίσει σημαντικές αλλαγές σε επίπεδο σχεδιαστών και ανώτατων στελεχών, συμπεριλαμβανομένης της αποχώρησης του επί χρόνια Νο. 2 του Φρανσουά-Ανρί Πινό, Ζαν-Φρανσουά Παλύ. Τον Μάρτιο, η ανακοίνωση της μετακίνησης του σχεδιαστή Ντέμνα από την Balenciaga στη Gucci προκάλεσε αρνητικές αντιδράσεις, ωστόσο θα είναι δύσκολο για τον Λούκα ντε Μέο να την αναιρέσει, καθώς ο καλλιτεχνικός διευθυντής ετοιμάζεται, ήδη, να παρουσιάσει τις νέες του δημιουργίες.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του, ο Πινό προσπάθησε, και απέτυχε, να μειώσει την εξάρτηση από τη Gucci μέσω εξαγορών. Το ιταλικό brand εξακολουθεί να παράγει πάνω από το μισό των κερδών του ομίλου. Οι προσπάθειες για είσοδο σε lifestyle και αθλητικά brands δεν απέδωσαν, με την Kering να πουλά τη συμμετοχή της στην Puma SE και στη Volcom. Ο Πινό εγκατέλειψε επίσης τον αγώνα του να εισέλθει στην αγορά πολυτελών ρολογιών, πουλώντας δύο μάρκες που είχε αποκτήσει.
Οι επενδύσεις στον τομέα των high-end γυαλιών δεν έχουν ακόμη εξελιχθεί σε βασική πηγή κερδοφορίας, ενώ αρκετοί αναλυτές θεωρούν ότι ο Πινό πλήρωσε υπερβολικά για τον οίκο αρωμάτων Creed και για το 30% της Valentino, μια συνολική δαπάνη ύψους περίπου 5,1 δισεκατομμυρίων ευρώ. Παράλληλα, ξόδεψε υπέρογκα χρηματικά για την απόκτηση ακινήτων-φιλέτων, κάποια από τα οποία τώρα πουλά για να μειώσει το χρέος. «Η είσοδος ενός ανθρώπου εκτός του κλάδου, ίσως δεν είναι κακή ιδέα», σχολίασε ο Φλάβιο Σερέντα της GAM. «Υποθέτω ότι ο ντε Μέο έχει λάβει πλήρη ελευθερία κινήσεων. Θα με εξέπληττε αν έκανε αυτή την κίνηση χωρίς να έχει εξασφαλίσει carte blanche».
Ωστόσο, στην επερχόμενη γενική συνέλευση, οι μέτοχοι δεν θα κληθούν να ψηφίσουν μόνο για το μπόνους υπογραφής ύψους 20 εκατ. ευρώ του ντε Μέο και τον διαχωρισμό των ρόλων προέδρου και CEO, αλλά και για την αύξηση του ηλικιακού ορίου για τις δύο θέσεις στα 70 και 80 έτη, αντίστοιχα, από τα 65 σήμερα. Η αλλαγή αυτή θα επιτρέψει στον Πινό να παραμείνει επικεφαλής του διοικητικού συμβουλίου για τουλάχιστον ακόμη μιάμιση δεκαετία.
Η αλλαγή στη διευθυντική ομάδα σηματοδοτεί βαθιές μεταβολές στη διακυβέρνηση του ομίλου, με ορισμένους να εκτιμούν ότι ο ντε Μέο μπορεί να αποτελέσει μεταβατική λύση στον δρόμο προς την τρίτη γενιά της οικογένειας. Η πρόσληψή του έγινε, λίγο μετά από μια σειρά κινήσεων διαδοχής, εντός της αυτοκρατορίας της οικογένειας Πινό. Ενώ ο πατέρας και ο γιος είναι διαχειριστικοί εταίροι της οικογενειακής εταιρείας Artemis, η αδελφή του Πινό, Λοράνς (64 ετών), και ο αδελφός του Ντομινίκ (61 ετών) προεδρεύουν στο εποπτικό συμβούλιο.
Η Artemis και η τελική holding της οικογένειας, Financiere Pinault, ενέταξαν πρόσφατα τρία μέλη της τρίτης γενιάς στα διοικητικά τους συμβούλια, την Ολίβια Φουρνέ, 38 ετών, κόρη της Λοράνς, που εργάζεται στη Balenciaga, τον γιο του Φρανσουά-Ανρί, Φρανσουά Λουί Πινό, 27 ετών, account manager στην Artemis και την 25χρονη Γκαέλ Πινό, κόρη του Ντομινίκ. Αν και δεν είναι σαφές, αν κάποιος από αυτούς, ή άλλα εγγόνια του ιδρυτή, θα αναλάβει τελικά τη διοίκηση, η σχετικά νεαρή ηλικία τους δείχνει ότι μεσολαβεί μια περίοδος αναμονής.
Ο ίδιος ο Φρανσουά-Ανρί Πινό εργάστηκε για περισσότερα από 20 χρόνια στον οικογενειακό όμιλο, που ξεκίνησε ως ξυλεμπορική επιχείρηση στη Βρετάνη, πριν αναλάβει πρόεδρος και CEO το 2005. Ανέλαβε τα ηνία αφού ο πατέρας του είχε ήδη κάνει τη μεγάλη στροφή προς τη μόδα. Ο ίδιος στη συνέχεια πούλησε περιουσιακά στοιχεία για να επικεντρωθεί στην πολυτέλεια, επωφελούμενος από το κύμα ζήτησης στην Κίνα.
Με τρόπο που σήμερα μοιάζει προφητικός, ο Πινό μίλησε πέρυσι για την επιτυχία και την αποτυχία. Σε ομιλία του σε αποφοίτους της HEC Paris, μιας από τις κορυφαίες σχολές διοίκησης στη Γαλλία και alma mater του, έδωσε τις εξής συμβουλές: «Η επιτυχία είναι πρόσκαιρη», είχε δηλώσει. «Είτε στην επιτυχία είτε στη δυσκολία, δεν μπορείς να έχεις μια γεμάτη καριέρα ως μοναχικός ήρωας».
Πηγή: newmoney.gr