Του Μάριου Χρίστου*
Ομολογουμένως, η τιμή του πετρελαίου δεν έχει «εκτιναχθεί» όπως θα αναμένετο από την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στο πολεμικό πεδίο της Μέσης Ανατολής. Την στιγμή που γράφεται το σημείωμα αυτό, η τιμή βρίσκεται κοντά και λίγο πιο κάτω από τα $75 το βαρέλι, $10 πιο ακριβή από την τιμή πριν από περίπου ένα μήνα. Με την έναρξη των εχθροπραξιών, αρχικά ανέβηκε (την Παρασκευή 14 Ιουνίου με την έναρξη της επίθεσης του Ισραήλ) κοντά στα $78 και στην συνέχεια κινήθηκε καθοδικά.
Αυτό σε αντιπαραβολή με την απότομη εκτόξευση της τιμής στα $130 με την έναρξη του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας, στα διπλάσια δηλαδή επίπεδα τιμής από ότι είναι σήμερα, διαφοροποιεί με ουσιώδη τρόπο την προσέγγιση των αγορών στην νέα πολεμική σύγκρουση. Είναι δε ιδιαίτερα ενδιαφέρον το ότι η παρούσα σύγκρουση (Ισραήλ-ΙΡΑΝ) αφορά μια εκ των πλέον σημαντικών χωρών παραγωγής πετρελαίου στην Μέση Ανατολή. Φυσικά με κανένα τρόπο δεν θα πρέπει να υποτιμούμε την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου της Ρωσίας η οποία ήταν πριν το 2022 ήταν ο κύριος προμηθευτής της Ευρώπης και ιδιαίτερα του Γερμανόφωνου βιομηχανικού πυρήνα της «γηραιάς ηπείρου».
Ένα σημαντικό ερώτημα που τίθεται αφορά το κατά πόσο η τιμή του πετρελαίου και φυσικού αερίου θα αυξηθεί περαιτέρω ή αν θα παραμείνει στα σημερινά διαχειρίσιμα επίπεδα. Αυτό εξαρτάται από μια σειρά παραμέτρων, οι οποίες σε αυτό το στάδιο είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθούν και να προσμετρηθούν.
Η διάρκεια της σύγκρουσης σε βάθος χρόνου, οπωσδήποτε καθορίζει και την διάρκεια της κρίσης. Με τον όγκο πυρός των επιθέσεων που εξαπολύονται και εφ’ όσο δεν υπάρξει συμφωνία για προσωρινή έστω εκεχειρία, είναι πολύ πιθανό η σύγκρουση να διαρκέσει μερικές βδομάδες υπό την σημερινή της πάντοτε μορφή, αν δεν υπάρξει εμπλοκή τρίτων χωρών στον ανεφοδιασμό με πολεμικό υλικό του ΙΡΑΝ. Δεν είναι όμως δυνατό να επεκταθεί χρονικά περισσότερο λόγω του ότι τα αποθέματα του ΙΡΑΝ είναι μεν μεγάλα αλλά όχι ανεξάντλητα.
Η καταστροφή υποδομών άντλησης πετρελαίου, λιμανιών φόρτωσης και εξαγωγής καθώς και υποδομών χερσαίας κυρίως μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου (αγωγών). Οπωσδήποτε το Ισραήλ, σε αυτή τουλάχιστον τη φάση της σύγκρουσης, επιθυμεί την όσο το δυνατόν περιορισμένη αρνητική επίδραση στην παγκόσμια οικονομία. Μια εκτεταμένη οικονομική αναταραχή, θα δημιουργήσει αρνητική θέση έναντι της χώρας, κάτι που είναι το τελευταίο που επιδιώκει αυτή την στιγμή το Τελ-Αβίβ, το οποίο ευρίσκεται ήδη κάτω από πίεση λόγω της κατάστασης κυρίως στην Λωρίδα της Γάζας.
Η πιθανότητα η κατάσταση να χειροτερεύσει. Αυτό μπορεί να βασιστεί σε δύο πιθανά σενάρια. Το πρώτο αφορά την από πλευράς ΙΡΑΝ κλείσιμο των στενών του Ορμούζ και την παρεμπόδιση της ελεύθερης διακίνησης φορτίων πρώτης ύλης ενέργειας (πετρελαίου και φυσικού αερίου) όχι μόνο από το ΙΡΑΝ αλλά και από όλες τις χώρες του Περσικού (Αραβικού) Κόλπου. Αυτό οπωσδήποτε θα δημιουργούσε ένα σοκ στην παγκόσμια αγορά, γιατί δεν αφορά την παραγωγή και εξαγωγή πετρελαίου δια θαλάσσης μόνο του ΙΡΑΝ αλλά και των χωρών της περιοχής. Στην παρούσα φάση αυτό δεν αποτελεί επιλογή για το ΙΡΑΝ, λόγω του ότι θα υποχρεώσει πολλές χώρες (της περιοχής και όχι μόνο) των οποίων επηρεάζονται τα συμφέροντα να εμπλακούν, καθώς επίσης και των Ηνωμένων Πολιτειών. Το δεύτερο σενάριο, αφορά την άμεση εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών η οποία πιθανόν να προκαλέσει σοβαρές (και πιθανόν απρόβλεπτες) αντιδράσεις από το ΙΡΑΝ αλλά και τρίτες δυνάμεις όπως η Κίνα, η Ρωσία και το Πακιστάν.
Μια σοβαρή παράμετρος, η οποία προβάλλει ως πιθανότητα, είναι η περίπτωση ανατροπής του θεοκρατικού καθεστώτος του ΙΡΑΝ. Η περίπτωση αυτή αποτελεί ένα μεγάλο άγνωστο «Χ». Αυτό συνάγεται από την αβεβαιότητα της επόμενης μέρας. Τι θα επικρατήσει; Χάος και αναρχία όπως στις περιπτώσεις Λυβύης και Συρίας, ανάληψη εξουσίας από άλλο καθεστώς όπως στην περίπτωση Αιγύπτου, ή κάτι ενδιάμεσο όπως στην περίπτωση Τυνησίας και Αραβικής Άνοιξης; Το ερώτημα εδώ στην παρούσα ανάλυση αφορά φυσικά τον επηρεσμό στην παραγωγή και εξαγωγή πετρελαίου.
Όλες αυτές οι παράμετροι αυξάνουν την αβεβαιότητα και επομένως τον κίνδυνο. Η οικονομική συμπεριφορά είναι άμεσα συνδεδεμένη με την υπάρχουσα αβεβαιότητα και τους συνεπαγόμενους κινδύνους, όμως οι αντιδράσεις των αγορών εμφανίζονται πολύ πιο ήπιες από άλλες προηγούμενες παρόμοιες κρίσεις. Η πιο ψύχραιμη και πολύ πιο «υποτονική» οικονομική αντίδραση και οπωσδήποτε η «χαμηλών τόνων» αντίδραση των αγορών, πιθανόν να εξηγείται από την ήδη προεξοφλημένη αστάθεια η οποία υπάρχει μέσα στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Τα τελευταία τουλάχιστον πέντε έτη, έχουν παρουσιαστεί σοβαρές απανωτές προκλήσεις όπως η πανδημία του COVID-19, η Ουκρανική κρίση, τα λεγόμενα Τραμπονόμικς αλλά και άλλες περιφερειακές κρίσεις. Επομένως το ήδη ασταθές οικονομικό περιβάλλον, ευρίσκεται σε μια συνεχώς μεταβαλλόμενη κατάσταση και οι νέες κρίσεις που εμφανίζονται αντιμετωπίζονται πολύ πιο «ήρεμα» χωρίς μεγάλες επιδράσεις.
Υπάρχει φυσικά η «Θεωρία της Αποτελεσματικής Αγοράς» με βάση την οποία η δυναμική της αγοράς εμφανίζεται μέσω του τρόπου και ιδιαίτερα της ταχύτητας αντίδρασης και προεξόφλησης των αλλαγών που παρουσιάζονται και των νέων κινδύνων που δημιουργούνται. Θεωρώ ότι η θεωρία αυτή εφαρμόζεται και στην παρούσα κρίση. Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στην ήδη δημιουργηθείσα προσέγγιση λόγω των κρίσεων που κατά σειρά έχουν επισυμβεί και προηγηθεί την τελευταία 5ετία (πιθανόν ο χρονικός ορίζοντας να επεκτείνεται σε περίοδο ακόμα και 15ετίας). Οι κρίσεις αυτές, έχουν ουσιαστικά προεξοφλήσει τις «θεωρίες καταστροφολογίας» και έχουν αποδείξει ότι οι επιδράσεις τους τείνουν να περιορίζονται σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο. Ως αποτέλεσμα και οι συνεπαγόμενοι κίνδυνοι μειώνονται σημαντικά σε σημασία και αναμενόμενη επίδραση.
Μια προκαταρκτική εκτίμηση, υπολογίζει ότι μια αύξηση της τιμής του πετρελαίου στο επίπεδο των $100 το βαρέλι έως λίγο πιο πάνω, θα αυξήσει τον ετήσιο παγκόσμιο πληθωρισμό κατά 1%. Αυτό σε αντιπαραβολή της αύξησης του πληθωρισμού στην Ευρώπη σε διψήφιο ποσοστό, αμέσως μετά το ξέσπασμα των εχθροπραξιών στην Ουκρανορωσικό μέτωπο. Αυτό επιβεβαιώνει την διαφοροποίηση της αντιμετώπισης των κρίσεων και της αντίστοιχης οικονομικής επίδρασης.
*Οικονομολόγος-Πανεπιστημιακός