Αναβάλλεται για δύο χρόνια η CSRD και η Κύπρος παίρνει ανάσα πριν την ώρα της

Η απόφαση της Ε.Ε. να αναβάλει την υποχρέωση υποβολής Εκθέσεων Βιωσιμότητας για πολλές επιχειρήσεις δίνει πολύτιμο χρόνο για προετοιμασία. Οι ειδικοί, όμως, προειδοποιούν ότι η παράταση δεν είναι περίοδος χάριτος. Αν δεν αξιοποιηθεί σωστά, οι κυπριακές επιχειρήσεις κινδυνεύουν να μείνουν πίσω.

Της Βάσιας Καττή

Στις 3 Απριλίου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε την πρόταση «Stop-the-clock», η οποία αποτελεί μέρος του πακέτου απλοποίησης Omnibus I και αφορά την παράταση του χρονοδιαγράμματος εφαρμογής των Οδηγιών για την Υποβολή Εκθέσεων Βιωσιμότητας των Επιχειρήσεων (Corporate Sustainability Reporting Directive - CSRD) και για την Εταιρική Δέουσα Επιμέλεια για τη Βιωσιμότητα (Corporate Sustainability Due Diligence Directive - CSDDD).

Η πρόταση αυτή αναβάλλει κατά δύο χρόνια τις υποχρεώσεις υποβολής Εκθέσεων βάσει της CSRD για τις εταιρείες που δεν έχουν ακόμη ξεκινήσει την υποβολή Εκθέσεων και που θα έπρεπε να το πράξουν από το 2026 ή το 2027 (τα λεγόμενα κύματα 2 και 3), συμπεριλαμβανομένων μεγάλων μη εισηγμένων εταιρειών με περισσότερους από 500 υπαλλήλους, μεγάλων εισηγμένων εταιρειών με λιγότερους από 500 υπαλλήλους και εισηγμένων ΜΜΕ.

Αυτή η αναβολή δίνει περισσότερο χρόνο στις επιχειρήσεις να οργανωθούν και να προσαρμοστούν στις αυξημένες απαιτήσεις της πράσινης μετάβασης. Ποια είναι, όμως, η πρακτική σημασία της αναβολής για τις κυπριακές επιχειρήσεις και πώς μπορούν να την αξιοποιήσουν στρατηγικά;

Απευθυνθήκαμε στον δρα Αλέξανδρο Αντωναρά, Αναπληρωτή Καθηγητή της Σχολής Διοίκησης Επιχειρήσεων και Εκτελεστικό Πρόεδρο του Κέντρου Επιχειρηματικής Βιωσιμότητας και Υπευθυνότητας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και στον Γενικό Διευθυντή της ΟΕΒ, κ. Μιχάλη Αντωνίου, για να αποτυπώσουμε τις εκτιμήσεις τους, να καταγράψουμε τις προκλήσεις και να αναδείξουμε τα πραγματικά περιθώρια δράσης για τις επιχειρήσεις στην Κύπρο.

Ο κίνδυνος του ESG washing παραμένει

Ο δρ Αντωναράς τονίζει ότι η παράταση μπορεί να λειτουργήσει θετικά, υπό την προϋπόθεση ότι θα αξιοποιηθεί ουσιαστικά. Όπως εξηγεί, «η αναβολή που συζητείται για ορισμένες υποχρεώσεις της CSRD, αν αξιοποιηθεί σωστά, δίνει πράγματι στα στελέχη περισσότερο χρόνο να αναβαθμίσουν τα συστήματα μέτρησης, να εδραιώσουν διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου και να βελτιώσουν την ποιότητα των δεδομένων τους». Το αποτέλεσμα, υποστηρίζει, μπορεί να είναι «πιο αξιόπιστες Εκθέσεις και λιγότερες «γραφειοκρατικές» αναφορές χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο».

Παρόλα αυτά, ο κίνδυνος του λεγόμενου ESG washing παραμένει. «Το ρίσκο δεν εξαφανίζεται, ιδίως όταν οι εταιρείες ακολουθούν μια λογιστική προσέγγιση συμμόρφωσης χωρίς πραγματική ενσωμάτωση των θεμάτων ESG στη στρατηγική και τη διακυβέρνησή τους», προειδοποιεί και προσθέτει ότι «οι επενδυτές, οι τράπεζες και οι αγορές κεφαλαίων δεν έχουν αναστείλει τις δικές τους απαιτήσεις», άρα οι επιχειρήσεις που θα χρησιμοποιήσουν αυτή την παράταση ως «πάγωμα» των προσπαθειών τους κινδυνεύουν να μείνουν πίσω σε σχέση με τις προσδοκίες της αγοράς και να βλάψουν την αξιοπιστία τους. «Η ουσία θα κριθεί από το κατά πόσο η επιπλέον περίοδος θα αξιοποιηθεί για την ενίσχυση της διαφάνειας, της δομημένης συλλογής δεδομένων και της ανεξάρτητης διασφάλισης των πληροφοριών».

Το «μωσαϊκό υποχρεώσεων» και οι μικρομεσαίοι

Η εικόνα γίνεται ακόμα πιο σύνθετη όταν εξετάζεται το συνολικό πλαίσιο των ευρωπαϊκών ρυθμίσεων. Ο δρ Αντωναράς επισημαίνει ότι «ο συνδυασμός CSRD, SFDR, EU Taxonomy και των συναφών τεχνικών ρυθμιστικών προτύπων δημιουργεί ένα περίπλοκο μωσαϊκό υποχρεώσεων, το οποίο μπορεί να υπερφορτώσει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ιδιαίτερα εκείνες που εξαρτώνται από διεθνείς αλυσίδες αξίας ή επιδιώκουν τραπεζική χρηματοδότηση. Ο κίνδυνος μεγεθύνεται όταν τα πρότυπα αλλάζουν γρήγορα ή εφαρμόζονται χωρίς επαρκή καθοδήγηση σε εθνικό επίπεδο».

Η οδηγία πάντως προβλέπει «αναλογικότητα και ένα «ελαφρύτερο» σετ προτύπων για τις εισηγμένες ΜΜΕ», ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχεδιάζει «περαιτέρω απλοποιήσεις μέσω του Omnibus, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο συστατικό του SME Relief Package». Σημαντικό, όπως υπογραμμίζει, είναι να ευθυγραμμισθούν οι ημερομηνίες εφαρμογής, να περιορισθούν οι επικαλύψεις και να διατεθούν εργαλεία ψηφιακής υποβολής, «ώστε οι εταιρείες να παράγουν ένα σύνολο δεδομένων που καλύπτει πολλαπλές ρυθμιστικές απαιτήσεις χωρίς επανάληψη πόρων».

Η ανάγκη για τεχνογνωσία

Ένα από τα βασικά εμπόδια που δηλώνουν ότι αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις είναι ότι δεν διαθέτουν τεχνογνωσία για να προχωρήσουν σε αξιόπιστη ESG στρατηγική. Σύμφωνα με τον δρα Αντωναρά, η απουσία εσωτερικής τεχνογνωσίας αντιμετωπίζεται πιο αποτελεσματικά όταν οι επιχειρήσεις δημιουργούν μικτές ομάδες, στις οποίες συμμετέχουν «εξειδικευμένα στελέχη, σύμβουλοι με αποδεδειγμένη εμπειρία, πανεπιστημιακά κέντρα όπως το Corporate Sustainability & Responsibility Centre του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και φορείς όπως τα εθνικά επιμελητήρια ή δίκτυα τύπου CSR Cyprus».

«Κρίσιμοι παράγοντες επιτάχυνσης είναι: [α] η ρητή ανάθεση αρμοδιοτήτων σε επίπεδο Διοικητικού Συμβουλίου, με συγκεκριμένο μέλος ή επιτροπή που εποπτεύει τους σχετικούς κινδύνους και ευκαιρίες και συντονίζει τα τμήματα της εταιρείας, [β] η ενσωμάτωση ποσοτικοποιημένων δεικτών βιωσιμότητας στον επιχειρηματικό σχεδιασμό και στα συστήματα κινήτρων και [γ] η συνεχής εκπαίδευση μέσω προγραμμάτων κατάρτισης για όλα τα επίπεδα που θα επιτρέπουν στην εταιρεία να διατηρεί και να εξελίσσει την τεχνογνωσία της χωρίς εξάρτηση από εξωτερικούς συμβούλους και έτσι, να ανταποκρίνεται αποτελεσματικά σε κάθε νέο ρυθμιστικό κύμα».

 

 

Μένουν στα τυπικά

«Στην Κύπρο η βιώσιμη χρηματοδότηση έχει αρχίσει να επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο οι επιχειρήσεις αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο και τις επενδυτικές αποφάσεις, κυρίως επειδή οι τοπικές τράπεζες σταδιακά εντάσσουν κριτήρια ESG στα δανειακά τους χαρτοφυλάκια», επισημαίνει ο δρ Αντωναράς. Παρόλα αυτά, σημειώνει, «μεγάλο μέρος της αγοράς παραμένει σε φάση κανονιστικής συμμόρφωσης: πολλοί Οργανισμοί παράγουν Εκθέσεις για να ανταποκριθούν σε απαιτήσεις του εξωτερικού χρηματοδότη, χωρίς να έχουν ακόμη εσωτερικεύσει την έννοια της διπλής ουσιαστικότητας (double materiality)».

Στόχος η ουσιαστική συμμόρφωση

Από την πλευρά του, ο Γενικός Διευθυντής της ΟΕΒ, Μιχάλης Αντωνίου, σημειώνει ότι η απόφαση της Ε.Ε. να αναβάλει κατά δύο έτη την υποχρέωση υποβολής Εκθέσεων Βωσιμότητας από τις εταιρείες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας CSRD, «αντανακλά την ανάγκη εξισορρόπησης ανάμεσα στις φιλόδοξες πολιτικές βιωσιμότητας και την πραγματική ικανότητα των επιχειρήσεων να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις. Πρόκειται, αναμφίβολα, για μια «ανάσα», μια πολύτιμη περίοδο προετοιμασίας που δίνει στις επιχειρήσεις τον χρόνο να οργανωθούν, να κατανοήσουν εις βάθος τις υποχρεώσεις τους και να επενδύσουν στις κατάλληλες υποδομές, εργαλεία και δεξιότητες, με στόχο την ουσιαστική και όχι απλώς τυπική, συμμόρφωση».

Ο ίδιος τονίζει, βέβαια, ότι η αναβολή «δεν σηματοδοτεί χαλάρωση της στρατηγικής της Ε.Ε. για την πράσινη μετάβαση». Οι στόχοι παραμένουν δεσμευτικοί και η κατεύθυνση αμετάκλητη. «Οι επιχειρήσεις που θα αξιοποιήσουν μεθοδικά αυτό το διάστημα για ουσιαστική προετοιμασία, θα είναι εκείνες που θα αποκτήσουν σημαντικό στρατηγικό πλεονέκτημα στη νέα εποχή. Θα είναι δηλαδή πιο ανθεκτικές, περισσότερο ανταγωνιστικές και με αυξημένες δυνατότητες πρόσβασης σε νέες αγορές και επενδυτικά κεφάλαια».

Ώρα για ανασύνταξη

Όπως εξηγεί ο κ. Αντωνίου, «η ΟΕΒ έχει αναλάβει ενεργό ρόλο σε αυτό το πεδίο, στηρίζοντας τις επιχειρήσεις μέσω εξειδικευμένης καθοδήγησης, έγκυρης και συνεχούς ενημέρωσης, καθώς και μέσω στοχευμένων προγραμμάτων κατάρτισης, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν με επάρκεια και συνέπεια στις αυξανόμενες απαιτήσεις βιωσιμότητας».

«Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για τις κυπριακές επιχειρήσεις να κινητοποιηθούν, όχι απλώς για να συμμορφωθούν με μια ευρωπαϊκή υποχρέωση, αλλά για να επαναπροσδιορίσουν τη στρατηγική τους με βάση τις αρχές της βιωσιμότητας και να θωρακιστούν ουσιαστικά απέναντι στις προκλήσεις του μέλλοντος».

«Δεν είναι σύνθημα χωρίς περιεχόμενο η απανθρακοποίηση»

Ο κ. Αντωνίου υπογραμμίζει πως η απανθρακοποίηση «δεν είναι ένα σύνθημα χωρίς περιεχόμενο», αλλά «ο κεντρικός πυλώνας της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, η οποία θέτει ως στόχο μια κλιματικά ουδέτερη Ευρώπη έως το 2050, με ενδιάμεσο σταθμό τη μείωση των εκπομπών κατά τουλάχιστον 55% μέχρι το 2030 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. Πρόκειται για μια ιστορική αλλαγή κατεύθυνσης, η οποία επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο παράγουμε, καταναλώνουμε και ανταγωνιζόμαστε στο σύνολο της ευρωπαϊκής οικονομίας».

Στην Κύπρο, ο στόχος είναι μείωση εκπομπών κατά 32% έως το 2030, μέσα από δράσεις του ΕΣΕΚ και την ενίσχυση της ενεργειακής απόδοσης και των ΑΠΕ. «Η δέσμευση αυτή αποτυπώνεται στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), το οποίο λειτουργεί ως οδικός χάρτης με συγκεκριμένες δράσεις και πολιτικές για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, την ενίσχυση της διείσδυσης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και τη σταδιακή απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα».

Όπως επισημαίνει ο κ. Αντωνίου, κομβικό εργαλείο σε αυτή την κατεύθυνση είναι το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ), το οποίο λειτουργεί βάσει της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» και δίνει ισχυρά κίνητρα για μείωση εκπομπών και επενδύσεις σε πράσινες τεχνολογίες. «Η επέκταση του συστήματος μέσω του νέου ΣΕΔΕ 2 σε τομείς όπως οι μεταφορές και τα κτήρια, ενισχύει περαιτέρω την εμβέλεια και την αποτελεσματικότητα της ευρωπαϊκής πολιτικής για την απανθρακοποίηση. Την ίδια στιγμή, ο Μηχανισμός Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (CBAM), που βρίσκεται ήδη σε φάση σταδιακής εφαρμογής, στοχεύει στην αποτροπή της «διαρροής άνθρακα», διασφαλίζοντας ισότιμους όρους ανταγωνισμού για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις».

Απαραίτητη η ισορροπία

Παρόλα αυτά, η πράσινη μετάβαση έχει και το κόστος της. «Συνοδεύεται από προσαρμογές, μεταρρυθμίσεις, υψηλές επενδύσεις, αλλά και προκλήσεις που επηρεάζουν τη λειτουργία των επιχειρήσεων και την καθημερινότητα των πολιτών. Είναι λοιπόν απαραίτητο να διασφαλιστεί μια ισορροπία: ανάμεσα στην περιβαλλοντική φιλοδοξία και την οικονομική βιωσιμότητα και ανάμεσα στη στρατηγική και στην πρακτική εφαρμογή».

«Η απανθρακοποίηση δεν μπορεί να επιβληθεί αλλά πρέπει να επιτευχθεί μέσα από διάλογο, συνεργασία και στοχευμένη στήριξη», σημειώνει ο κ. Αντωνίου. «Απαιτείται ένα σταθερό και προβλέψιμο ρυθμιστικό πλαίσιο, επαρκή χρηματοδοτικά εργαλεία, φορολογικά κίνητρα και αναγκαίες υποδομές που ενθαρρύνουν και δεν αποθαρρύνουν την καινοτομία, τις επενδύσεις και την επιχειρηματική δράση».

«Θα έλεγα ότι ο στόχος της απανθρακοποίησης θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ευκαιρία», λέει χαρακτηριστικά. «Όπως ανέφερα και προηγουμένως, οι επιχειρήσεις που θα επιλέξουν να κινηθούν έγκαιρα προς αυτή την κατεύθυνση - επενδύοντας σε πράσινες τεχνολογίες, την κυκλική οικονομία και τον ψηφιακό μετασχηματισμό - θα είναι οι πρωτοπόροι της επόμενης μέρας».

 

 

Χρηματοδότηση και φορολογία

Ο κ. Αντωνίου τονίζει πως η χρηματοδότηση και η φορολογία δεν αρκούν από μόνες τους για ουσιαστική αλλαγή συμπεριφορών. «Οι δύο αυτοί μοχλοί είναι ασφαλώς κρίσιμοι, αλλά από μόνοι τους δεν επαρκούν για να ενεργοποιήσουν τη μαζική, βιώσιμη και σε βάθος προσαρμογή στις νέες απαιτήσεις».

«Η χρηματοδότηση, ιδιαίτερα μέσα από ευρωπαϊκά και εθνικά προγράμματα, προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες, κυρίως για επιχειρήσεις που δεν διαθέτουν επαρκή ίδια κεφάλαια. Ωστόσο, παραμένει άνιση στην πράξη, κυρίως για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες συχνά στερούνται των τεχνικών ή οργανωτικών δυνατοτήτων για να αξιοποιήσουν αυτές τις ευκαιρίες. Παρά τη θετική συμβολή χρηματοδοτικών εργαλείων όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ή το Εθνικό Ταμείο ΑΠΕ και ΕΞΕ, υπάρχει ορατός κίνδυνος σημαντικό μέρος του επιχειρηματικού ιστού να μείνει εκτός, εξαιτίας αυξημένων απαιτήσεων, πολυπλοκότητας των διαδικασιών και έλλειψης κατανόησης».

«Από την άλλη πλευρά, η πράσινη φορολογία ενδεχομένως να λειτουργήσει ως μοχλός συμπεριφορικής αλλαγής, κατευθύνοντας τις επιχειρήσεις προς πιο καθαρές τεχνολογίες και βιώσιμες πρακτικές». Όμως, αν δεν σχεδιαστεί προσεκτικά, σημειώνει ο κ. Αντωνίου, μπορεί να λειτουργήσει ως αντικίνητρο για επενδύσεις και να πλήξει δυσανάλογα την ανταγωνιστικότητα των κυπριακών επιχειρήσεων. «Για να είναι κοινωνικά δίκαιη και οικονομικά βιώσιμη, η πράσινη φορολογία πρέπει να εφαρμοστεί με σταδιακό τρόπο, να συνοδεύεται από κατάλληλα αντισταθμιστικά μέτρα και να εντάσσεται σε ένα πλαίσιο μηδενικής δημοσιονομικής επιβάρυνσης».

«Αυτό σημαίνει ότι τα έσοδα που θα προκύπτουν από την πράσινη φορολόγηση πρέπει να επανεπενδύονται στοχευμένα, για παράδειγμα, επιχορηγήσεις για πράσινες επενδύσεις, προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης, καθώς και χρηματοδότηση για την ενεργειακή αναβάθμιση επιχειρήσεων».

Δεν είναι μόνο θέμα χρημάτων

Η ΟΕΒ έχει επισημάνει επανειλημμένα πως η πράσινη μετάβαση δεν μπορεί να στηριχθεί αποκλειστικά σε οικονομικά μέσα. Όπως εξηγεί ο κ. Αντωνίου, «χρειάζεται ένα ευρύτερο, πολυδιάστατο πλαίσιο πολιτικής: σταθερό και προβλέψιμο ρυθμιστικό και επενδυτικό περιβάλλον, τεχνική υποστήριξη, απλοποίηση διαδικασιών και ίσως το σημαντικότερο, επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο». Η επιτυχία της πράσινης μετάβασης προϋποθέτει τη συνέργια όλων των φορέων: κράτους, επιχειρήσεων, κοινωνίας των πολιτών.

Από την κλιματική απειλή στην πράσινη ευκαιρία

Η Κύπρος, σύμφωνα με τον Γενικό Διευθυντή της ΟΕΒ, «συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πιο ευάλωτες περιοχές της Ευρώπης όσον αφορά τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως οι αυξανόμενες θερμοκρασίες, οι παρατεταμένες περίοδοι ανομβρίας και η μείωση των υδάτινων πόρων εμφανίζονται πλέον με μεγαλύτερη συχνότητα και ένταση, επηρεάζοντας άμεσα κρίσιμους τομείς της Οικονομίας όπως ο Τουρισμός, η Γεωργία και οι Βασικές Υποδομές».

«Ανταποκρινόμενη σε αυτήν την πρόκληση, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ζητήσει από τα Κράτη Μέλη να διαμορφώσουν στρατηγικές και σχέδια δράσης με στόχο την προσαρμογή και τον μετασχηματισμό των οικονομιών τους. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται το ΕΣΕΚ, η Εθνική Στρατηγική για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή, καθώς και το Σχέδιο Δράσης για την Κυκλική Οικονομία. Μέσα από αυτές τις πολιτικές δημιουργούνται σημαντικές ευκαιρίες επαναπροσδιορισμού του οικονομικού μας μοντέλου, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο επιχειρήσεων».

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης, εξηγεί, είναι η εφαρμογή των αρχών της κυκλικής οικονομίας. «Η κυκλική οικονομία στοχεύει στη μετάβαση από το παραδοσιακό γραμμικό μοντέλο του «εξορύσσω - κατασκευάζω - χρησιμοποιώ – απορρίπτω», σε ένα κυκλικό σύστημα που προωθεί την επέκταση του κύκλου ζωής των προϊόντων, τη μείωση της χρήσης νέων πόρων και την επανένταξη υλικών και προϊόντων στην παραγωγική διαδικασία μετά το πέρας της αρχικής τους χρήσης».

Η ΟΕΒ, αναγνωρίζοντας έγκαιρα τις εξελίξεις και τη σημασία της κυκλικής οικονομίας, υλοποιεί από το 2022 το Μέτρο «Προώθηση της Κυκλικής Οικονομίας στις Ξενοδοχειακές Εγκαταστάσεις», με χρηματοδότηση από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. «Το Μέτρο έχει ως στόχο την ενημέρωση, προαγωγή, ευαισθητοποίηση και εμπέδωση της κυκλικής οικονομίας στις Ξενοδοχειακές Εγκαταστάσεις της Κύπρου, μέσα από τη δημιουργία του Σχήματος Πιστοποίησης Κυκλικής Οικονομίας και την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών και καθοδήγησης. Με απλά λόγια, αποτελεί μια στοχευμένη δράση, που φέρνει την πράσινη στρατηγική πιο κοντά στην πράξη».

«Επιπρόσθετα, η αξιοποίηση των ΑΠΕ μπορεί να προσφέρει σημαντικές αναπτυξιακές δυνατότητες. Η χώρα μας έχει τη δυνατότητα να αναδειχθεί σε πρωτοπόρο σε τομείς όπως η Ηλιακή Ενέργεια, ενώ παράλληλα μπορούν να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας και να ενισχυθεί η εξειδίκευση σε πράσινες τεχνολογίες».

Η κλιματική κρίση επιβάλλει πλέον αλλαγή προτεραιοτήτων, τονίζει ο κ. Αντωνίου. «Δεν μιλάμε πια μόνο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά για την προσαρμογή μας σε αυτήν». Αυτό, όπως επισημαίνει, απαιτεί σαφείς παρεμβάσεις σε στρατηγικούς άξονες όπως η βιωσιμότητα, η καινοτομία, η ψηφιοποίηση και η συμμετοχικότητα. «Η Κύπρος μπορεί να μετατρέψει την πρόκληση της κλιματικής αλλαγής σε ευκαιρία, εφόσον επιλέξει να δράσει έγκαιρα, συνεκτικά και συντονισμένα», καταλήγει.

Διαβάστε επίσης: Μαρίνα Πάφου: Δύο μεγάλες κυπριακές εταιρείες δείχνουν ενδιαφέρον

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ