Κυπριακή Οικονομία 2.0: Από την Ανάκαμψη στην Ανθεκτικότητα

Η Κύπρος μετασχηματίζει το οικονομικό της μοντέλο με αιχμές την τεχνολογία, την εξωστρέφεια και τη θεσμική ωρίμανση, ωστόσο οι προκλήσεις παραμένουν και είναι αρκετές.

Του Κωνσταντίνου Νικολαΐδη*

Ένα οικονομικό μοντέλο που ξάφνιασε θετικά

Η Κύπρος κατάφερε μέσα σε μια δεκαετία να ανακάμψει θεαματικά από την τραπεζική κρίση του 2013 και να εξελιχθεί σε έναν από τους δυναμικούς οικονομικούς παίκτες της Ευρωζώνης. Τα τελευταία χρόνια, παρά τις αλλεπάλληλες εξωτερικές πιέσεις, όπως ο πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας, οι πληθωριστικές πιέσεις λόγω των ενεργειακών τιμών και η αυστηρή νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (EKT), η κυπριακή οικονομία συνεχίζει να καταγράφει ρυθμούς ανάπτυξης που υπερβαίνουν σταθερά τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το πραγματικό ΑΕΠ της Κύπρου αυξήθηκε κατά 3,4% το 2024, έναντι μόλις 0,9% της Ευρωζώνης, ενώ για το 2025 οι προβλέψεις κυμαίνονται μεταξύ 2,5% και 2,8% σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Την ίδια στιγμή, η ανεργία μειώθηκε στο 4,9%, το χαμηλότερο ποσοστό από το 2008 και η αναλογία δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ περιορίστηκε σημαντικά, αγγίζοντας το 72% από 113% που ήταν παλαιότερα.

Αυτά τα αποτελέσματα δεν είναι συγκυριακά. Αντιθέτως, αποτελούν έκφραση μιας στοχευμένης οικονομικής πολιτικής που βασίστηκε στη δημοσιονομική πειθαρχία, την επενδυτική εξωστρέφεια και την ευελιξία της κυπριακής οικονομίας στην προσαρμογή σε μεταβαλλόμενες διεθνείς συνθήκες. Το ζητούμενο, ωστόσο, δεν είναι απλώς η καταγραφή της υπεραπόδοσης, αλλά η κριτική αποτίμηση τού κατά πόσον αυτή η δυναμική είναι διατηρήσιμη στο μέλλον. Η απάντηση δεν είναι μονοδιάστατη. Απαιτεί ανάλυση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας, αξιολόγηση των κυβερνητικών πρωτοβουλιών, αλλά και νηφάλια αναγνώριση των διαρθρωτικών αδυναμιών και των προκλήσεων που παραμένουν.

Τουρισμός: Στρατηγική Ανθεκτικότητα και Επανεκκίνηση σε Νέες Αγορές

Ο τουρισμός, παραδοσιακά μία από τις σημαντικότερες πηγές εξωτερικών εισοδημάτων για την Κύπρο, ανέκαμψε ισχυρά μετά την πανδημία, καταγράφοντας νέο ιστορικό ρεκόρ το 2024. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Υφυπουργείου Τουρισμού, ο αριθμός αφίξεων ξεπέρασε τα 4,04 εκατομμύρια επισκέπτες, με αύξηση της τάξης του 5,1% σε σύγκριση με το 2023. Τα έσοδα ανήλθαν σε περίπου €3,1 δισεκατομμύρια, επαναφέροντας το τουριστικό προϊόν κοντά στα επίπεδα του 2019.

Το ενδιαφέρον, ωστόσο, δεν περιορίζεται στον ποσοτικό άξονα. Η κυπριακή τουριστική πολιτική έχει υιοθετήσει πλέον σαφή προσανατολισμό προς την ποιοτική διαφοροποίηση και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Η στόχευση νέων αγορών, όπως η Πολωνία και η Σκανδιναβία, καθώς και η ενίσχυση του θεματικού τουρισμού (ιατρικός, εκπαιδευτικός, γαστρονομικός), επιδιώκει να μειώσει την εξάρτηση από το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Ρωσία, που ιστορικά κυριαρχούσαν.

Επιπλέον, επενδύσεις όπως η ανακαίνιση των αεροδρομίων Λάρνακας και Πάφου με κόστος άνω των €140 εκατομμυρίων, αναμένεται να συμβάλλουν στην αναβάθμιση της τουριστικής εμπειρίας και υποδομής. Ωστόσο, παραμένει ανοικτό το ερώτημα αν το μοντέλο «ήλιος και θάλασσα» έχει φτάσει στα όριά του και κατά πόσον η Κύπρος είναι έτοιμη να υποδεχθεί έναν τουρισμό υψηλότερης προστιθέμενης αξίας με βάση τα ποιοτικά και περιβαλλοντικά της χαρακτηριστικά.

Αγορά Ακινήτων και Ξένες Επενδύσεις: Σταυροδρόμι Ζήτησης και Κινήτρων

Η αγορά ακινήτων στην Κύπρο αποτέλεσε διαχρονικά έναν από τους σταθερότερους μοχλούς οικονομικής ανάπτυξης, αλλά η τελευταία πενταετία χαρακτηρίζεται από έναν εντελώς νέο κύκλο, με ισχυρή συμμετοχή ξένων επενδυτών και στρατηγικών τοποθετήσεων σε έργα υψηλής αξίας. Παρά το τέλος του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος το 2020, η ζήτηση δεν κάμφθηκε, αλλά αντιθέτως, εξελίχθηκε ποιοτικά.

Η προσέλκυση επενδυτών από το Ισραήλ, τον Λίβανο, την Ουκρανία και τις χώρες του Κόλπου συνεχίστηκε, αλλά με αυξημένη έμφαση σε έργα μακροχρόνιας κατοικίας, τουριστικών συγκροτημάτων και εμπορικών ακινήτων. Σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα, οι τιμές κατοικιών αυξήθηκαν κατά 7,4% το 2023 και συνέχισαν ανοδικά κατά το πρώτο τρίμηνο του 2024, κυρίως λόγω των υψηλών κατασκευαστικών τιμών αλλά και της ζήτησης για αστικά ακίνητα σε Λευκωσία και Λεμεσό.

Ένα νέο στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί είναι η ενσωμάτωση της τεχνολογίας και της βιωσιμότητας στα κτηριακά έργα. Η ζήτηση για «έξυπνα» και ενεργειακά αποδοτικά κτήρια ενδέχεται να αυξηθεί κατακόρυφα τα επόμενα χρόνια. Οι κατασκευαστές, με τη σειρά τους, οφείλουν να αναπροσαρμόσουν τα χαρτοφυλάκιά τους, στρεφόμενοι σε πρότυπα έργα που απευθύνονται σε εταιρικούς πελάτες, εξειδικευμένους επαγγελματίες και εξ αποστάσεως εργαζόμενους (digital nomads).

Παράλληλα, η αναμενόμενη ένταξη της Κύπρου στον χώρο Σένγκεν τα προσεχή έτη ενδέχεται να αποτελέσει καταλύτη για την ενίσχυση της επενδυτικής και επιχειρηματικής της ελκυστικότητας. Εφόσον η ένταξη ολοκληρωθεί έως το 2026, όπως επιδιώκει η Κυβέρνηση, οι κάτοχοι άδειας παραμονής στην Κύπρο θα αποκτήσουν αυτομάτως δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης εντός της ζώνης Σένγκεν. To πλεονέκτημα αυτό εκτιμάται ότι μπορεί να αναζωογονήσει το ενδιαφέρον για το κυπριακό πρόγραμμα μόνιμης διαμονής και να προσδώσει νέα δυναμική στην αγορά ακινήτων.

Τεχνολογία και IP Regime: Ο Νέος Πυλώνας Οικονομικής Μεταστροφής

Η ενίσχυση του τεχνολογικού τομέα στην Κύπρο αποτελεί ένα από τα πιο ελπιδοφόρα στοιχήματα της νέας οικονομικής στρατηγικής της χώρας. Καθώς το παραδοσιακό οικονομικό μοντέλο, που στηρίχθηκε κυρίως στον τουρισμό, την ακίνητη περιουσία και τις επαγγελματικές υπηρεσίες (λογιστικές, νομικές κ.ά.), αναζητεί αναπροσαρμογή, ο τομέας της τεχνολογίας εξελίσσεται ταχέως σε νέο μοχλό ανάπτυξης.

Η Κύπρος εφαρμόζει εδώ και χρόνια ένα από τα πλέον ανταγωνιστικά καθεστώτα φορολόγησης πνευματικής ιδιοκτησίας (IP Box Regime) στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το οποίο επιτρέπει την προνομιακή φορολόγηση των εσόδων που προκύπτουν από την εκμετάλλευση άυλων περιουσιακών στοιχείων, όπως λογισμικά, διπλώματα ευρεσιτεχνίας και εμπορικά σήματα. Το εν λόγω πλαίσιο έχει ευθυγραμμιστεί με το διεθνώς αναγνωρισμένο πρότυπο Nexus του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, διασφαλίζοντας ότι η ευνοϊκή φορολόγηση συνοδεύεται από ουσιαστική δραστηριότητα και έρευνα στην ίδια τη χώρα.

Επιπρόσθετα, η κυπριακή πολιτεία έχει υιοθετήσει ένα ευρύ σύνολο κινήτρων για την προσέλκυση υψηλόμισθου ανθρώπινου δυναμικού, προσφέροντας σημαντικές φορολογικές απαλλαγές σε στελέχη και επαγγελματίες που μεταφέρουν τη φορολογική τους έδρα στην Κύπρο. Το πλαίσιο αυτό ενισχύει τον στόχο τής χώρας να καταστεί ελκυστικός προορισμός για διεθνή στελέχωση, εγκατάσταση περιφερειακών γραφείων (headquartering) και διαχείριση δραστηριοτήτων από πολυεθνικούς Ομίλους.

Από το 2020 και εξής, παρατηρείται αυξημένη εγκατάσταση νεοφυών και τεχνολογικών επιχειρήσεων, με επίκεντρο τη Λεμεσό και σε μικρότερο βαθμό, τη Λευκωσία και τη Λάρνακα. Σημαντικές εταιρείες, κυρίως από το Ισραήλ, την Ουκρανία, τη Ρωσία και πιο πρόσφατα από τη Γερμανία και την Πολωνία, επιλέγουν την Κύπρο όχι μόνο για φορολογικούς λόγους, αλλά και για την ποιότητα ζωής, την ασφάλεια, το ανθρώπινο δυναμικό και τη γεωγραφική εγγύτητα προς αγορές της Μέσης Ανατολής και της Ασίας.

Ταυτόχρονα, η Κυβέρνηση επενδύει στην ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης και στην ενίσχυση του εκπαιδευτικού συστήματος με κατευθύνσεις STEM. Ωστόσο, η γραφειοκρατία, η έλλειψη ερευνητικών δομών και η βραδύτητα στις διαδικασίες αδειοδότησης εξακολουθούν να αποτελούν σοβαρά εμπόδια, τα οποία απαιτούν άμεση και συντονισμένη αντιμετώπιση.

Τραπεζικός και Χρηματοοικονομικός Τομέας: Σταθερότητα και Ανασυγκρότηση

Ο τραπεζικός τομέας της Κύπρου έχει εξέλθει από μια περίοδο βαθιάς αναδιάρθρωσης και σήμερα λειτουργεί υπό ένα αυστηρότερο αλλά σταθερό ρυθμιστικό πλαίσιο. Η εξυγίανση των ισολογισμών, η σημαντική μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) και η ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας έχουν συμβάλει καθοριστικά στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα. Η συνολική κερδοφορία του τραπεζικού τομέα το 2024 αυξήθηκε κατά περίπου 15%, ενώ ο δείκτης ΜΕΔ περιορίστηκε κάτω του 7%, από ποσοστά που ξεπερνούσαν το 40% το 2015.

Η σημαντικότερη εξέλιξη του 2024 ήταν η εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας από την Eurobank, με αποτέλεσμα τη δημιουργία του μεγαλύτερου τραπεζικού Οργανισμού στην Κύπρο. Η συμφωνία, συνολικής αξίας άνω του €1,3 δισ., σηματοδότησε την αναβίωση του ενδιαφέροντος για στρατηγικές συγχωνεύσεις και ενοποιήσεις στον κυπριακό χρηματοπιστωτικό τομέα. Ενδεικτικά, η Alpha Bank προχώρησε στην εξαγορά της κυριότητας του συνόλου των εργασιών της AstroBank, ενισχύοντας τη θέση της στον τραπεζικό χάρτη. Παράλληλα, η Ελληνική Τράπεζα απέκτησε τον πλήρη έλεγχο της Hellenic CNP στον ασφαλιστικό κλάδο.

Η Eurobank, πέραν της εξαγοράς της Ελληνικής Τράπεζας, ανακοίνωσε επενδυτικό σχέδιο ύψους €200 εκατ. με στόχο την περαιτέρω ψηφιοποίηση των υπηρεσιών της. Παράλληλα, η Τράπεζα Κύπρου προχώρησε σε εισαγωγή των μετοχών της στο Χρηματιστήριο Αθηνών, επιδιώκοντας την προσέλκυση θεσμικών επενδυτών και την ενίσχυση της διεθνούς προβολής της. Παράλληλα, η Τράπεζα Κύπρου συνεχίζει να επενδύει στην τεχνολογική της αναβάθμιση και στην εξυπηρέτηση διεθνών πελατών, ενισχύοντας παράλληλα τη συμμόρφωση του δανειοδοτικού της χαρτοφυλακίου με κριτήρια ESG.

Παρά την πρόοδο, οι προκλήσεις παραμένουν σημαντικές: η συνεχώς αυξανόμενη απαίτηση για συμμόρφωση με ευρωπαϊκά εποπτικά πρότυπα, το μικρό μέγεθος της αγοράς που περιορίζει τις δυνατότητες οργανικής ανάπτυξης και η αντιστροφή της προηγούμενης περιόδου υψηλών επιτοκίων από την ΕΚΤ, από την οποία οι κυπριακές τράπεζες είχαν επωφεληθεί σημαντικά τα προηγούμενα έτη. Το επικείμενο ρυθμιστικό πλαίσιο που αναμένεται να τεθεί σε εφαρμογή το 2026, με αυστηρότερα πρότυπα ESG, βιωσιμότητας και διαφάνειας, θα απαιτήσει περαιτέρω συμμόρφωση, καθώς και επενδύσεις σε σύγχρονα τεχνολογικά και νομικά εργαλεία.

Η πρόκληση για τις κυπριακές τράπεζες δεν είναι πλέον απλώς η επιβίωση, αλλά η μετάβαση σε ένα νέο πρότυπο τραπεζικής λειτουργίας, που θα συνδυάζει κερδοφορία, βιωσιμότητα και διεθνή ανταγωνιστικότητα. Ο τρόπος με τον οποίο ο τομέας θα ανταποκριθεί σε αυτή τη σύνθετη εξίσωση, θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την ευρύτερη ανθεκτικότητα και την αναπτυξιακή δυναμική της κυπριακής οικονομίας την επόμενη δεκαετία

.Θεσμικές και Ρυθμιστικές Προκλήσεις: Από τη Θεωρία στην Εφαρμογή

Παρά την πρόοδο σε πολλούς τομείς, η κυπριακή οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ορισμένες θεσμικές και διοικητικές προκλήσεις, οι οποίες περιορίζουν σε κάποιο βαθμό την πλήρη αξιοποίηση του αναπτυξιακού της δυναμικού. Θέματα όπως η πολυπλοκότητα των διαδικασιών, οι διαφοροποιήσεις στο αδειοδοτικό πλαίσιο και η ανάγκη για ενιαία ρυθμιστική προσέγγιση επηρεάζουν το επενδυτικό κλίμα.

Ορισμένες καθυστερήσεις στην αδειοδότηση νέων επιχειρήσεων, η απουσία πλήρους διαλειτουργικότητας μεταξύ δημοσίων υπηρεσιών και η επιβάρυνση του δικαστικού συστήματος μπορούν να λειτουργήσουν ανασταλτικά στην προσπάθεια προσέλκυσης επενδύσεων. Η Κύπρος, αν και παρουσιάζει σημαντικές επιδόσεις σε αρκετούς τομείς, εξακολουθεί να βρίσκεται κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε ορισμένους δείκτες που αφορούν τη διοικητική αποτελεσματικότητα και την ανταγωνιστικότητα.

Στον τομέα των χρηματοοικονομικών και επαγγελματικών υπηρεσιών, έχει καταγραφεί προβληματισμός σχετικά με την πολυπλοκότητα κάποιων κανονιστικών απαιτήσεων, καθώς και για τον ρυθμό προσαρμογής του θεσμικού πλαισίου. Η συχνότητα των τροποποιήσεων, χωρίς επαρκή καθοδήγηση ή περίοδο προσαρμογής, μπορεί να δημιουργήσει προβληματισμό σε επιχειρήσεις και φορείς.

Η μετάβαση σε ένα πιο αποδοτικό διοικητικό περιβάλλον προϋποθέτει συνέχιση των προσπαθειών για ψηφιοποίηση, απλούστευση διαδικασιών, θεσμοθέτηση διαφανών fast-track μηχανισμών για στρατηγικές επενδύσεις και ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ δημοσίων και ιδιωτικών φορέων. Η Κύπρος διαθέτει τα θεμέλια, το ανθρώπινο δυναμικό και τη γεωστρατηγική τοποθέτηση για να εξελιχθεί σε περιφερειακό επιχειρηματικό κόμβο. Με συστηματική προσήλωση στη βελτίωση του θεσμικού περιβάλλοντος, μπορεί να διασφαλίσει ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν θα παραμείνουν σε επίπεδο προθέσεων, αλλά θα μετουσιωθούν σε διαρκή πλεονεκτήματα για την οικονομία και την κοινωνία.

Επανεπένδυση στο Ανθρώπινο Κεφάλαιο

Η μακροχρόνια βιωσιμότητα της κυπριακής οικονομίας συνδέεται άμεσα με την επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό και την αναβάθμιση των επαγγελματικών δεξιοτήτων. Η πρωτοβουλία «Minds in Cyprus», που αναπτύσσεται από κοινού από την Κυβέρνηση και ιδιωτικούς φορείς, στοχεύει στην επιστροφή Κυπρίων επαγγελματιών του εξωτερικού, την προσέλκυση υψηλής ποιότητας ταλέντου και την ενίσχυση της τεχνογνωσίας στην εγχώρια αγορά.

Το πρόγραμμα λειτουργεί ως πλατφόρμα επανασύνδεσης, δίνοντας έμφαση στην προσβασιμότητα σε θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης, στην προβολή των επαγγελματικών ευκαιριών στην Κύπρο και στην ενίσχυση της διεθνούς εικόνας της χώρας ως τόπου επαγγελματικής σταθερότητας και ανάπτυξης.

Είναι επιτακτική ανάγκη η Κύπρος να ενισχύσει τη δεξαμενή ταλέντου της με επαγγελματίες υψηλής ποιότητας που διαθέτουν δεξιότητες οι οποίες σπανίζουν σήμερα στην τοπική αγορά, όπως η τεχνολογία, η διαχείριση επενδύσεων, η διαχείριση κινδύνου και άλλοι εξειδικευμένοι κλάδοι. Μια ενδεχόμενη επιτυχία της πρωτοβουλίας «Minds in Cyprus» μπορεί να αποτελέσει καταλύτη για την ενίσχυση των επαγγελματικών υπηρεσιών και της τεχνολογικής εξειδίκευσης.

Το Στοίχημα της Συνέχειας

Η οικονομική ανάκαμψη των τελευταίων ετών είναι αναμφίβολα εντυπωσιακή. Ωστόσο, η διατήρησή της δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη χωρίς στοχευμένες στρατηγικές παρεμβάσεις και θεσμική ωρίμανση. Η επιτυχία της κυπριακής οικονομίας δεν αποτυπώνεται αποκλειστικά στα μακροοικονομικά μεγέθη, αλλά εξαρτάται κυρίως από την ικανότητα της χώρας να διαμορφώσει ένα αξιόπιστο, προβλέψιμο και διεθνώς ανταγωνιστικό οικονομικό οικοσύστημα.

Το δημοσιονομικό περιθώριο υπάρχει, ωστόσο η εξωτερική εικόνα της χώρας απαιτεί περαιτέρω ενίσχυση μέσω στοχευμένης προβολής, στρατηγικής επικοινωνίας, θεσμικού lobbying και επενδύσεων που θα ενισχύσουν τη διεθνή παρουσία της Κύπρου. Παράλληλα, η ενεργειακή διασύνδεση με την Ευρώπη, μέσω του EuroAsia Interconnector, καθώς και η ενδυνάμωση των σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες συνιστούν κρίσιμες βάσεις για την ενίσχυση του διεθνούς ρόλου της χώρας.

Προσθετικά, η αποτελεσματική απορρόφηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων και ιδίως των κονδυλίων του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αποτελεί σημαντική πρόκληση. Οι υφιστάμενες καθυστερήσεις και οι απαιτήσεις συμμόρφωσης ενδέχεται να επηρεάσουν την ομαλή εκταμίευση πρόσθετων χρηματοδοτήσεων, γεγονός που καθιστά την επιτάχυνση της υλοποίησης απολύτως αναγκαία.

Το κατά πόσον όλα αυτά τα στοιχεία θα μετουσιωθούν σε μακροχρόνια συγκριτικά πλεονεκτήματα θα κρίνει, σε μεγάλο βαθμό, τη βιωσιμότητα και την πραγματική ανθεκτικότητα του κυπριακού οικονομικού μοντέλου. Η εμβάθυνση των μεταρρυθμίσεων και η συστηματική αντιμετώπιση των θεσμικών παθογενειών αποτελούν, πλέον, προϋποθέσεις για τη μετάβαση της Κύπρου σε μια νέα φάση ώριμης, διατηρήσιμης ανάπτυξης.

*Senior Manager στο Τμήμα Συμβουλευτικών Υπηρεσιών της PwC Cyprus

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ