Πώς ο Μερτς καλείται να πάρει τα ηνία τόσο της Γερμανίας όσο και της Ευρώπης (πίνακες)

Στην προσπάθεια του να ανατρέψει το φρένο χρέους της Γερμανίας, ο Μερτς έχει ορκιστεί να κάνει «ό,τι χρειαστεί», μια έκφραση που ο 69χρονος εξέφρασε με νόημα στα αγγλικά

Με την Ευρώπη να βιώνει τον πιο καταστροφικό πόλεμο από το 1945 και τον Ντόναλντ Τραμπ να διαλύει τη διατλαντική συμμαχία, η Γερμανία ετοιμάζεται να εγκαταλείψει την επιφυλακτικότητα δεκαετιών και να μπει στο παιχνίδι.

Τα σχέδια που ανακοίνωσε ο νικητής των εκλογών Φρίντριχ Μερτς για εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ σε δαπάνες για υποδομές και τη δημιουργία του είδους της γερμανικής στρατιωτικής δύναμης που είχε να εμφανιστεί από τον Ψυχρό Πόλεμο, έχουν τονώσει τις αγορές σε όλη την Ευρώπη και έχουν αυξήσει τις προσδοκίες για την καγκελαρία του πριν αυτή καν αρχίσει.

Οι ολοένα και περισσότερο αποκλίνουσες στρατηγικές προτεραιότητες των ΗΠΑ «αφήνουν την Ευρώπη πιο εκτεθειμένη σε γεωπολιτικές απειλές από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου», όπως δήλωσε ο Ντέιβιντ ΜακΆλιστερ, Γερμανός πολιτικός από το κόμμα του Μερτς και επικεφαλής της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. «Γι’ αυτό χρειαζόμαστε αυτή την απάντηση και την χρειαζόμαστε επειγόντως».

Ο Μερτς, του οποίου το συντηρητικό μπλοκ CDU/CSU κέρδισε τις εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου στη Γερμανία, έσπευσε να αναγνωρίσει τη στροφή των ΗΠΑ προς τον Ρώσο ηγέτη Πούτιν και απέρριψε την προεκλογική του υπόσχεση για περιορισμό των δαπανών, αντ’ αυτού ουσιαστικά υποσχόμενος απεριόριστες νέες επενδύσεις στην ασφάλεια και την άμυνα, καθώς και ένα χρηματοδοτούμενο από το χρέος ταμείο υποδομών ύψους 500 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Στην προσπάθεια του να ανατρέψει τα συνταγματικά όρια χρέους της Γερμανίας για την άμυνα, ο Μερτς έχει ορκιστεί να κάνει «ό,τι χρειαστεί» – μια έκφραση που ο 69χρονος εξέφρασε με νόημα στα αγγλικά. Αυτό αποτελεί κάτι το ιστορικό για τη Γερμανία και όλη την Ευρώπη, από γεωπολιτική, οικονομική και χρηματοπιστωτική άποψη.

Οι αποδόσεις των ομόλογων αυξήθηκαν στο μεγαλύτερο επίπεδο από την εποχή που προηγήθηκε της επανένωσης της Ανατολικής και της Δυτικής Γερμανίας το 1990, καθώς οι επενδυτές προσαρμόστηκαν στην προοπτική περισσότερου χρέους. Οι πιο ρόδινες προοπτικές για την εθνική οικονομία και κατ’ επέκταση για την Ευρωπαϊκή Ένωση έστειλαν το ευρώ στο υψηλότερο επίπεδό του από το 2009.

Με τον Τραμπ να μιλάει αρνητικά για την οικονομία των ΗΠΑ, οι επενδυτές στράφηκαν στις ευρωπαϊκές μετοχές και ο Μερτς – πρώην πρόεδρος των γερμανικών δραστηριοτήτων της BlackRock – κατάφερε να επωφεληθεί από τα πρώτα σημάδια του τέλους του αμερικανικού εξαιρετισμού.

Η μετοχή της Rheinmetall AG η οποία κατασκευάζει το άρμα μάχης Leopard 2 με την ιδιωτική εταιρεία KNDS Deutschland – έχει καταγράψει άνοδο περίπου 90% μέχρι στιγμής φέτος. Τώρα αποτιμάται στο ίδιο επίπεδο με τον κολοσσό ειδών πολυτελείας LVMH. Οι μετοχές των γαλλικών και ιταλικών αμυντικών εταιρειών Thales SA και Leonardo SpA έχουν επίσης εκτοξευθεί.

Τα σχέδια δαπανών του Μερτς για τις υποδομές και την άμυνα αντιμετωπίζουν δύο από τις θεμελιώδεις ασθένειες της Γερμανίας – την αποκατάσταση των ζημιών από τα χρόνια της λιτότητας και τη διασφάλιση της ασφάλειας – και «μπορεί κάλλιστα να αλλάξουν το παιχνίδι για τις παγκόσμιες αγορές», δήλωσε ο Μπενουά Αν, διευθύνων σύμβουλος της MFS Investment Management.

Όλη αυτή η αισιοδοξία υπογραμμίζει μόνο το πόσο μεγάλο ρίσκο παίρνει ο Μερτς. Δεν έχει ακόμη αναλάβει καθήκοντα, ενώ η πολιτική του μοίρα υπόκειται στην ολοένα και πιο κατακερματισμένη κομματική πολιτική της Γερμανίας. Η ταχύρρυθμη νομοθετική διαδικασία προκλήθηκε από την απώλεια υποστήριξης των mainstream κομμάτων υπέρ της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία, ή AfD, και της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Τα δύο κόμματα κέρδισαν έδρες στο νέο κοινοβούλιο εις βάρος των Πρασίνων, των Σοσιαλδημοκρατών και των φιλοεπιχειρηματικών Ελεύθερων Δημοκρατών.

Ο Μερτς πιέζεται χρονικά και δήλωσε ότι η κατάσταση απαιτεί μια συμφωνία συνασπισμού με τους Σοσιαλδημοκράτες μέχρι το Πάσχα. Αλλά η αναβίωση του λεγόμενου Μεγάλου Συνασπισμού δεν αποτελεί εγγύηση για σταθερή κυβέρνηση.

Η αλλαγή του Συντάγματος απαιτεί πλειοψηφία δύο τρίτων στην Κάτω Βουλή, πράγμα που σημαίνει ουσιαστική εμπλοκή σε όλη την Μπούντεσταγκ. Αυτό δεν είναι το δυνατό σημείο του Μερτς και φάνηκε αυτή την εβδομάδα με τους Πράσινους να αντιδρούν στις προτάσεις του και να προσπαθούν να αποσπάσουν παραχωρήσεις.

Από τους συντηρητικούς συμμάχους του, αντιμετωπίζει επίσης κατηγορίες ότι πρόδωσε την αυστηρή δημοσιονομική πολιτική του κόμματός του – κάτι για το οποίο έκανε προεκλογική εκστρατεία – για χάρη μιας συμφωνίας συνασπισμού. Άλλοι, αρχίζουν να έχουν αμφιβολίες.

Ένας βουλευτής του CDU επεσήμανε ότι η ομάδα του Μερτς δεν έχει εμπειρία σε τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις και ότι οι Σοσιαλδημοκράτες του απερχόμενου καγκελάριου Όλαφ Σολτς ήταν πολύ πιο έμπειροι. Η υπονοούμενη κριτική είναι ότι ο Μερτς δεν έχει υπηρετήσει ποτέ σε κυβέρνηση – ούτε σε επίπεδο κρατιδίου ούτε σε ομοσπονδιακό επίπεδο.

Έπειτα υπάρχουν και τα επίμονα χαμηλά ποσοστά δημοτικότητάς του. Μόλις το 38% των ερωτηθέντων σε δημοσκόπηση της Forsa για το Trendbarometer του RTL/ntv δήλωσαν ότι πιστεύουν ότι ο Μερτς θα ήταν καλός καγκελάριος – ενώ το 52% πιστεύει το αντίθετο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα.

Αν ο Μερτς τα καταφέρει, θα χαρακτηριστεί ως ο επόμενος Χέλμουτ Κολ, ο καγκελάριος που επέβλεψε τη γερμανική επανένωση. Αλλά αν αποτύχει, κινδυνεύει να καταρρεύσει το πολιτικό κέντρο. Αυτό θα ανοίξει το δρόμο για το ρωσόφιλο AfD να κυβερνήσει τελικά την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, αφήνοντας την Ευρώπη πιο ευάλωτη και ακυβέρνητη από ό,τι πριν.

Η εξασφάλιση της χρηματοδότησης, ωστόσο, θα είναι μόνο το πρώτο βήμα και υπάρχουν ερωτήματα σχετικά με το αν ο Μερτς έχει ένα πρόγραμμα για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της Γερμανίας.

Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης χρειάζεται επειγόντως αναδιάρθρωση. Ο υπερμεγέθης μεταποιητικός της τομέας χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. Τα προβλήματα είναι πολλαπλά, από την υπερβολική γραφειοκρατία, το υψηλό ενεργειακό κόστος και τις ελλείψεις εργαζομένων. Μια μαζική αύξηση των δημοσιονομικών δαπανών – μαζί με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις – θα μπορούσε να αλλάξει την τύχη της Γερμανίας, πείθοντας τις εταιρείες να επενδύσουν και τους καταναλωτές να ξοδέψουν. Τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, οι προσδοκίες είναι θετικές, με τους οικονομολόγους να αυξάνουν σημαντικά τις προβλέψεις τους για την ανάπτυξη το 2026 και το 2027.

Το κοινό συμφωνεί για την επισφάλεια της στιγμής. Η έρευνα του Trendbarometer έδειξε ότι το 50% πιστεύει ότι ο Πούτιν θα επιτεθεί σε μέλος του ΝΑΤΟ, αν οι ρωσικές δυνάμεις επικρατήσουν στην Ουκρανία και δεν έχουν τη στήριξη των ΗΠΑ. Ένα αξιοσημείωτο 82% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι δεν βλέπει πλέον τις ΗΠΑ ως αξιόπιστο σύμμαχο.

Η αμφιθυμία του Τραμπ απέναντι στο ΝΑΤΟ έχει ήδη φέρει και το Ηνωμένο Βασίλειο πιο κοντά στην ΕΕ. Τώρα, με την αμερικανική υποστήριξη να έχει τελειώσει, απομακρύνονται και οι εναπομείνασες επιφυλάξεις για την ανάληψη από το Βερολίνο ενός πιο εξέχοντος γεωπολιτικού ρόλου και ρόλου ασφαλείας, που θα συμβαδίζει με τη μακροχρόνια οικονομική του επιρροή.

Πηγή: newmoney.gr

Διαβάστε επίσης: Λαγκάρντ: Όλοι χαμένοι από ένα εμπορικό πόλεμο – Σοβαρές συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ