Με την «πλάτη στον τοίχο» βρίσκεται ήδη η κυβέρνηση Μερτς

Ο καγκελάριος έχει λίγες σημαντικές επιλογές για να υλοποιήσει τις ριζικές μεταρρυθμίσεις και την ταχεία ανάκαμψη στις οποίες βασίστηκε για να κερδίσει τις εκλογές

Λιγότερο από πέντε μήνες από τότε που ανέλαβε τη θέση του καγκελαρίου, οι επιλογές του Φρίντριχ Μερτς για τον τερματισμό της μακροχρόνιας οικονομικής στασιμότητας της Γερμανίας φαίνονται ήδη περιορισμένες.

Ο Μερτς ανέλαβε την εξουσία με την υπόσχεση να τερματίσει γρήγορα την οικονομική ύφεση της Γερμανίας, αλλά οι οικονομικές προοπτικές έχουν γίνει ακόμη πιο ζοφερές από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του και οι πολιτικές αδυναμίες του δε βοηθούν. Οι ηγέτες του επιχειρηματικού κόσμου εκφράζουν δημοσίως την απογοήτευσή τους.

Ο καγκελάριος έχει ελάχιστες επιλογές για να υλοποιήσει τις ριζικές μεταρρυθμίσεις και την ταχεία ανάκαμψη στις οποίες βασίστηκε για να κερδίσει τις εκλογές.

Οι εταιρείες που κάποτε τροφοδοτούσαν την μεταπολεμική οικονομική άνθηση της χώρας απολύουν εργαζόμενους. Ο συνολικός αριθμός των ανέργων έφτασε τα 3,02 εκατομμύρια τον Αύγουστο, στον υψηλότερο αριθμό της τελευταίας δεκαετίας. Μετά από δύο συνεχόμενα χρόνια οικονομικής συρρίκνωσης, οι οικονομολόγοι αναμένουν μικρή ή καθόλου ανάπτυξη φέτος, ενώ το ηθικό των γερμανικών επιχειρήσεων έχει καταρρεύσει.

Μια ιστορική κίνηση του Μερτς και των συμμάχων του να αποδεσμεύσουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ σε δάνεια για υποδομές και άμυνα τον περασμένο Μάρτιο έχει ευεργετική επίδραση στην οικονομία — αλλά δεν αρκεί για να αντισταθμίσει πλήρως τα μεγαλύτερα διαρθρωτικά προβλήματα. Παρά ταύτα, αυτές οι δαπάνες θα συμβάλουν στην ανάκαμψη της αναιμικής ανάπτυξης κατά 1,3% το 2026 και 1,4% το 2027, προέβλεψε αυτή την εβδομάδα μια ομάδα γερμανικών οικονομικών ιδρυμάτων.

«Η γερμανική οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται σε ασταθή βάση», δήλωσε η Τζεραλντίν Ντάνι-Κνέντλικ του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών. «Θα ανακάμψει αισθητά τα επόμενα δύο χρόνια. Ωστόσο, δεδομένων των συνεχιζόμενων διαρθρωτικών αδυναμιών, αυτή η δυναμική δε θα διατηρηθεί».

Τίποτα από όλα αυτά δεν μπορεί να αποδοθεί στην κυβέρνηση του Μερτς. Τα τεράστια διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο καγκελάριος — οι δασμολογικοί πόλεμοι του Τραμπ, οι υψηλές τιμές της ενέργειας, ο αυξημένος ανταγωνισμός από την Κίνα, η γήρανση του πληθυσμού — προϋπήρχαν πολύ πριν από την άφιξή του ή φαίνονται σε μεγάλο βαθμό πέρα από την ικανότητά του να τα επιλύσει.

Αυτό όμως δεν εμπόδισε τον Μερτς να υποστεί τις πολιτικές συνέπειες. Η δυσαρέσκεια για την κυβέρνησή του αυξάνεται, με μια νέα δημοσκόπηση να δείχνει ότι μόνο το 26% των Γερμανών εγκρίνει την απόδοσή του. Ο κύριος πολιτικός αντίπαλος του Μερτς, η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης στο κοινοβούλιο, επιτίθεται όλο και πιο σκληρά στον καγκελάριο για την οικονομία και τις προσπάθειές του να την αναζωογονήσει μέσω δανεισμού.

Η προσέγγιση αυτή φαίνεται να αποδίδει. Τον Σεπτέμβριο, το AfD ξεπέρασε τους συντηρητικούς του Μερτς και έγινε το πιο δημοφιλές κόμμα της χώρας για πρώτη φορά από την ίδρυσή του πριν από περισσότερο από μια δεκαετία, σύμφωνα με την έρευνα Poll of Polls του Politico.

Ο Μερτς έχει πλήρη επίγνωση της αυξανόμενης ανησυχίας των ηγετών της βιομηχανίας και φαίνεται να έχει συνειδητοποιήσει ότι η πολιτική του επιβίωση εξαρτάται από την άμεση ανάληψη δράσης.

Αφού πέρασε τους πρώτους μήνες της καγκελαρίας του εστιάζοντας κυρίως σε θέματα εξωτερικής πολιτικής ο Μερτς στράφηκε σε εσωτερικά θέματα, πραγματοποιώντας μια σειρά συναντήσεων υψηλού προφίλ με ηγέτες του επιχειρηματικού κόσμου και αντιμετωπίζοντας με αποφασιστικότητα τα οικονομικά ζητήματα. Δεσμεύτηκε στη συνέχεια να ξεκινήσει θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις το φθινόπωρο. Ορισμένοι συντηρητικοί του έχουν ονομάσει την πρωτοβουλία «το φθινόπωρο των μεταρρυθμίσεων».

Το πρόβλημα για τον Μερτς, όμως, είναι ότι δεν είναι σαφές εάν η κυβέρνησή του ― που αποτελείται από τη συντηρητική του συμμαχία και το κεντροαριστερό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) ― θα είναι σε θέση να προωθήσει τη σχετική νομοθεσία τους επόμενους μήνες. Οι νομοθέτες εξετάζουν λεπτομερείς κινήσεις για τη μείωση των μακροχρόνιων επιδομάτων ανεργίας και την αύξηση των οικονομικών κινήτρων για τους συνταξιούχους να εργαστούν.

Ωστόσο, οι προτάσεις για τις πιο εκτεταμένες και πολιτικά ευαίσθητες μεταρρυθμίσεις ― συμπεριλαμβανομένης μιας διαρθρωτικής αναμόρφωσης του συνταξιοδοτικού συστήματος και μιας πιο ριζικής μεταρρύθμισης του φρένου χρέους ― έχουν ανατεθεί σε επιτροπές εμπειρογνωμόνων. Αυτό καθιστά απίθανες τις γρήγορες και τολμηρές μεταρρυθμίσεις, δεδομένης της πολυπλοκότητας των σχετικών μελετών.

Ένας από τους λόγους για τους οποίους οι επιλογές του Μερτς είναι περιορισμένες είναι η σχετική πολιτική του αδυναμία. Με την άνοδο των ακραίων πολιτικών, η ιδεολογικά διχασμένη συμμαχία του καγκελάριου έχει μία από τις πιο μικρές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες στην μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας.

Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα για τον Μερτς είναι το γεγονός ότι οι μεταρρυθμίσεις στις δαπάνες που έχουν ήδη ψηφιστεί πιθανότατα δεν αρκούν για να οδηγήσουν σε ισχυρή ανάπτυξη, σύμφωνα με τους αναλυτές.

Αφενός, υπάρχουν αμφιβολίες ως προς το αν η τεράστια αύξηση των αμυντικών δαπανών της Γερμανίας θα τονώσει σημαντικά την οικονομική ανάπτυξη, όπως ελπίζουν ορισμένοι. Βραχυπρόθεσμα, κάθε ευρώ που δαπανά η γερμανική κυβέρνηση για την άμυνα θα οδηγήσει σε μόλις 50 σεντς πρόσθετης οικονομικής δραστηριότητας, σύμφωνα με μελέτη οικονομολόγων του Πανεπιστημίου του Μάνχαϊμ. Αφετέρου, τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα είναι δύσκολο να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους αναλυτές.

Πηγή: newmoney.gr

Διαβάστε επίσης: Η εφορία έρχεται για τους πλούσιους της Γαλλίας - Το «όπλο» του Λεκορνί

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ