Η Γερμανία αλλάζει ριζικά το οικονομικό της αφήγημα, εγκαινιάζοντας ένα ιστορικής κλίμακας πρόγραμμα δημοσίων δαπανών που θα ξεπεράσει τα 800 δισ. ευρώ έως το 2029. Η επενδυτική «έκρηξη» σε άμυνα και υποδομές, που αντιστοιχεί σχεδόν στο 20% του ΑΕΠ της χώρας, θυμίζει σε ένταση μόνο την περίοδο της ενοποίησης Ανατολής και Δύσης, αναφέρει σε ανάλυσή της η Deustche Bank, στην οποία και προσπαθεί να διαγνώσει τις θετικές επιπτώσεις στην οικονομία όλης της Ευρώπης.
Όπως αναφέρει, ήδη, η νέα αυτή δυναμική έχει οδηγήσει σε ανοδική αναθεώρηση των προβλέψεων για την ανάπτυξη κατά περίπου δύο ποσοστιαίες μονάδες έως το 2027, ενισχύοντας τις προοπτικές της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης, παρά τις πιέσεις από τον εμπορικό πόλεμο και τα αυξημένα επιτόκια.
Όμως, το πραγματικό στοίχημα για την Ευρωζώνη είναι αλλού, κατά την Deustche Bank. Η ισχυρότερη γερμανική οικονομία δημιουργεί θετικές «spillover» επιδράσεις και στις υπόλοιπες χώρες μέσω εμπορίου, εμπιστοσύνης και συγχρονισμένων οικονομικών κύκλων. Οι αναλυτές της Deustche Bank εκτιμούν ότι η συνολική επίδραση στο ΑΕΠ της Ευρωζώνης μπορεί να φτάσει έως και το 0,75%, εφόσον δεν υπάρξει αυστηρή νομισματική απάντηση από την ΕΚΤ.
Σε μια Ευρώπη που στερείται δημοσιονομικού χώρου, η Γερμανία —ίσως άθελά της— αναλαμβάνει πλέον τον ρόλο της ατμομηχανής. Το ερώτημα είναι αν η υπόλοιπη Ευρώπη μπορεί να την ακολουθήσει ή απλώς να επωφεληθεί σιωπηλά, αναφέρει η Deustche Bank.
Γερμανική ανάπτυξη με «παρενέργειες» για την Ευρώπη
Η Deustche Bank αρχίζει την ανάλυσή της υπενθυμίζοντας μια δήλωση του Jean Monnet, του αρχιτέκτονα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ότι «η Ευρώπη θα σφυρηλατηθεί μέσα από κρίσεις και θα είναι το άθροισμα των λύσεων που θα επιλέξει».
Το απόφθεγμα του Jean Monnet μοιάζει πιο επίκαιρο από ποτέ, αναφέρει η γερμανική τράπεζα. Η πανδημία COVID-19 αποτέλεσε σημείο καμπής για την Ευρωπαϊκή Ένωση, πυροδοτώντας αλλαγές όχι μόνο σε επίπεδο θεσμών, αλλά και στη δημοσιονομική στρατηγική κρατών που παραδοσιακά τηρούσαν σφιχτή πολιτική – με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τη Γερμανία.
Η κυβερνητική συμμαχία στο Βερολίνο έχει δεσμευτεί για ένα γενναίο πακέτο δημοσιονομικής ενίσχυσης ύψους σχεδόν 20% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Πρόκειται για δημοσιονομική ώθηση ανάλογης κλίμακας με εκείνη της επανοποίησης της Γερμανίας τη δεκαετία του 1990. Ως αποτέλεσμα, η Deutsche Bank έχει αναθεωρήσει ανοδικά την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη του γερμανικού ΑΕΠ κατά περίπου 2 ποσοστιαίες μονάδες για την περίοδο 2025-2027.
Μικρότερες οικονομίες, μεγαλύτερα οφέλη;
Αν και τα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ δεν διαθέτουν αντίστοιχα περιθώρια δημοσιονομικής δράσης, ενδέχεται να επωφεληθούν από τις θετικές “παρενέργειες” (spillovers) της γερμανικής επέκτασης.
Η ΕΚΤ, στις προβλέψεις της του Ιουνίου, εκτιμούσε ότι η δημοσιονομική χαλάρωση στη Γερμανία θα μπορούσε να προσθέσει περίπου 0,25 ποσοστιαίες μονάδες στο σωρευτικό ΑΕΠ της Ευρωζώνης την τριετία 2025-2027. Ωστόσο, νέες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για ακόμη μεγαλύτερο αποτύπωμα.
Καθώς η Γερμανία έχει επιταχύνει τις δαπάνες της από τον Ιούνιο και έπειτα, η άμεση συμβολή στο ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα μπορούσε να φτάσει ακόμη και το 0,5% του ΑΕΠ, με τις έμμεσες επιδράσεις – μέσω εμπορίου, εμπιστοσύνης και επιχειρηματικού κλίματος – να προσθέτουν ακόμη 0,2 ποσοστιαίες μονάδες. Συνολικά, οι άμεσες και έμμεσες επιδράσεις ενδέχεται να ενισχύσουν το ΑΕΠ της Ευρωζώνης κατά 0,75% στην ίδια περίοδο.
Η νομισματική πολιτική στην κόψη του ξυραφιού
Μια πρόσφατη μελέτη της ΕΚΤ διαπίστωσε μικρότερα spillover effects, κυρίως επειδή το μοντέλο προέβλεπε σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής ως απάντηση στη δημοσιονομική επέκταση. Ωστόσο, χωρίς αύξηση επιτοκίων, οι δευτερογενείς επιδράσεις είναι σημαντικά μεγαλύτερες, επιβεβαιώνοντας τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις.
Αυτό ενισχύει τη συζήτηση εντός της ΕΚΤ για μια πιθανή αλλαγή κατεύθυνσης στη νομισματική πολιτική. Αντί για χαλάρωση, όπως συζητούταν μετά την ενεργειακή κρίση, τα ρίσκα τώρα μετατοπίζονται προς την κατεύθυνση της σύσφιξης, κυρίως εξαιτίας της δημοσιονομικής ώθησης που έρχεται από τον ευρωπαϊκό πυρήνα.
Σύμφωνα με αναθεωρημένες εκτιμήσεις, το τελικό επιτόκιο της ΕΚΤ (terminal rate) διαμορφώνεται στο 2%, και μια ενδεχόμενη νέα μείωση θεωρείται πλέον σενάριο ρίσκου. Αντιθέτως, μια αύξηση επιτοκίων μέχρι το τέλος του 2026 θεωρείται πιθανή, με το γερμανικό δημοσιονομικό πακέτο να αποτελεί βασικό λόγο αυτής της εκτίμησης.
Η Ευρώπη αλλάζει – πάλι εν μέσω κρίσης
Η ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ιστορία κρίσεων και προσαρμογής. Αυτή τη φορά, η κρίση δεν είναι νομισματική ή πανδημική — αλλά αφορά την ανάγκη επανεκκίνησης της ανάπτυξης, σε μια ήπειρο που βρίσκεται σε δημοσιονομική και δημογραφική κόπωση. Αν η γερμανική στρατηγική αποδώσει, το ντόμινο των θετικών επιδράσεων ενδέχεται να βοηθήσει και άλλες χώρες να ανακάμψουν, ακόμη και αν οι ίδιες δεν μπορούν να ξοδέψουν στον ίδιο βαθμό.
Το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι αν η ΕΚΤ θα ανταποκριθεί με την ίδια ευελιξία, ή αν η αναπτυξιακή δυναμική θα φέρει νέα νομισματικά «φρένα».
Πώς η γερμανική ανάπτυξη ενισχύει το ΑΕΠ της Ευρωζώνης
Οι αλλαγές στο outlook της γερμανικής οικονομίας έχουν άμεσες και έμμεσες συνέπειες για ολόκληρη την Ευρωζώνη. Σε πρώτο επίπεδο, η άνοδος του γερμανικού ΑΕΠ συμβάλλει απευθείας στην αύξηση του συνολικού ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ: με τη Γερμανία να αντιπροσωπεύει περίπου το 27% της οικονομίας της Ευρωζώνης, μια αναθεώρηση κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες μεταφράζεται, υπό συνθήκες αδράνειας, σε συνεισφορά 0,5 μονάδων στο συνολικό ΑΕΠ της Ευρωζώνης.
Όμως, αυτό είναι μόνο η αρχή. Μια πιο ισχυρή γερμανική οικονομία παράγει δευτερογενείς επιδράσεις (spillovers) μέσω διαύλων όπως το εμπόριο, η εμπιστοσύνη και η επενδυτική δυναμική.
Χρησιμοποιώντας οικονομικά μοντέλα τύπου error correction, οι αναλυτές της Deustche Bank εκτιμούν ότι η ισχυρότερη εγχώρια ζήτηση στη Γερμανία θα οδηγήσει σε αύξηση των εισαγωγών από άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι οι οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου – παρότι στερούνται ίδιου βαθμού δημοσιονομικής ευχέρειας – μπορούν να ωφεληθούν εξαγωγικά από την αυξημένη ζήτηση της γερμανικής αγοράς.
Αξιοσημείωτο είναι πως η δημοσιονομική ώθηση της Γερμανίας βασίζεται κυρίως σε επενδυτικές δαπάνες, και όχι σε ιδιωτική κατανάλωση. Αυτό αυξάνει περαιτέρω τον βαθμό πολλαπλασιαστή και τις διασυνοριακές θετικές επιδράσεις. Επιπλέον, οι αμυντικές δαπάνες περιλαμβάνουν και σημαντικό σκέλος υποδομών, ενώ ήδη η γερμανική κυβέρνηση σχεδιάζει επέκταση της παραγωγικής ικανότητας της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, κάτι που συνεπάγεται πρόσθετες επενδύσεις.
Προς μια νέα φάση για την Ευρωζώνη;
Η Γερμανία φαίνεται να εισέρχεται σε νέα φάση ενεργητικής δημοσιονομικής πολιτικής, με μεγάλες γεωπολιτικές και οικονομικές στοχεύσεις. Το στοίχημα είναι διπλό, δηλαδή να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά της απέναντι σε αμερικανικούς και κινεζικούς εμπορικούς κινδύνους και ταυτόχρονα να αναθερμάνει μια Ευρωζώνη που δοκιμάζεται από χρόνια στασιμότητας και περιορισμένης δημοσιονομικής ευελιξίας.
Το ερώτημα που αναδύεται πλέον είναι εάν μπορεί η υπόλοιπη Ευρώπη να “καβαλήσει το κύμα” της γερμανικής ανάπτυξης, χωρίς να διαθέτει τα ίδια εργαλεία. Και ποια θα είναι η αντίδραση της ΕΚΤ, σε ένα περιβάλλον όπου η ανάπτυξη ενισχύεται αλλά τα επιτόκια παραμένουν ψηλά.
Πόσο «μεταδοτική» είναι τελικά η γερμανική ανάπτυξη;
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Deustche Bank, μια ανοδική αναθεώρηση της τάξης των 2 ποσοστιαίων μονάδων στο γερμανικό ΑΕΠ για την περίοδο έως το 2025, μπορεί να μεταφραστεί σε πρόσθετη ανάπτυξη από 0,2 έως 0,5 ποσοστιαίες μονάδες για την υπόλοιπη Ευρωζώνη.
Αυτά τα αποτελέσματα συμφωνούν με τη σχετική οικονομική βιβλιογραφία. Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι κάθε 1 ποσοστιαία μονάδα αύξησης των δημοσιονομικών δαπανών στη Γερμανία, μπορεί να ενισχύσει το ΑΕΠ της Ευρωζώνης κατά περίπου 0,15 ποσοστιαίες μονάδες.
Οι πιο πρόσφατες εκτιμήσεις υπολογίζουν ότι κάθε 1% αύξησης στο γερμανικό ΑΕΠ συνδέεται με spillovers της τάξης του 0,11% έως 0,27% του ΑΕΠ των υπολοίπων χωρών της Ευρωζώνης.
Πηγή: ot.gr
- Διαβάστε επίσης: Εμβάσματα 44,4 εκατ. ευρώ για κουρεμένους – Συνεχίζεται η διαδικασία