Η εικόνα μοιάζει με οικονομικό εγχειρίδιο: δύο ιστορικά brands, Kraft και Heinz, παίρνουν διαζύγιο.
Όμως πίσω από τις ανακοινώσεις και τα χρηματιστηριακά γραφήματα, κρύβεται κάτι βαθύτερο: το τέλος μιας στρατηγικής που κυριάρχησε για δεκαετίες και τώρα δείχνει τα όριά της.
Στην εποχή της αβεβαιότητας, δεν επιβιώνουν οι πιο «αδύναμοι κρίκοι», ούτε απαραίτητα οι πιο αποδοτικοί – αλλά εκείνοι που έχουν την ικανότητα να αντέχουν, να προσαρμόζονται και να επενδύουν ξανά.
Kraft Heinz: Η αποτυχία μιας θεωρίας
Η συγχώνευση Kraft και Heinz υπήρξε η «κορωνίδα» της 3G Capital, ενός βραζιλιάνικου private equity fund που έγινε γνωστό για το σκληρό του manual: αγοράζει μάρκες, κόβει κόστος, περικόπτει μάρκετινγκ, R&D και ανθρώπινο δυναμικό.
Όλα στο όνομα της «πειθαρχίας», όπως εξηγεί ο CEO της εταιρείας Jump που έγραψε για το θέμα στο σάιτ της εταιρείας.
Η στρατηγική αυτή είχε βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα.
Τα περιθώρια κέρδους βελτιώθηκαν, οι μετοχές ανέβηκαν, οι επενδυτές χαμογέλασαν.
Όμως το μοντέλο στηριζόταν στην εξάντληση πόρων, όχι στη δημιουργία.
Ήταν μια στρατηγική συγκομιδής – με ελάχιστη ανανέωση και μέγιστη απόσπαση αξίας.
Η ψευδαίσθηση της αποδοτικότητας
Η 3G Capital πίστεψε πως η απόλυτη αποδοτικότητα ισοδυναμεί με αντοχή.
Αλλά η πραγματικότητα είναι αμείλικτη: τα υπεραποδοτικά συστήματα καταρρέουν εύκολα όταν αλλάξουν οι συνθήκες.
Η σύγκριση με τα αεροσκάφη είναι αποκαλυπτική: το μαχητικό F-15 είναι τέλειο στην απόδοση, αλλά αν χαλάσει η μηχανή, πέφτει.
Ένα εμπορικό αεροπλάνο όμως έχει εφεδρικά συστήματα, μπορεί να αντέξει βλάβες και συνεχίζει να πετά.
Το επιχειρηματικό manual της 3G μετέτρεψε «επιβατικά αεροπλάνα» σε «μαχητικά» – ακριβώς τη στιγμή που η βιομηχανία τροφίμων έμπαινε σε περίοδο καταιγίδων: πολιτισμικές αλλαγές, τεχνολογικές ανατροπές, ρυθμιστικά εμπόδια.
Όταν η μπολονέζ έχασε τον πόλεμο κουλτούρας
Τι συνέβη εν τω μεταξύ; Οι διατροφικές συνήθειες των Αμερικανών άλλαξαν ριζικά. Από την εμμονή με «καθαρά» συστατικά και λιγότερα επεξεργασμένα τρόφιμα, μέχρι την άνοδο της πολυπολιτισμικής γεύσης – σάλτσα αντί για ketchup, σάλτσες με καυτερά μπαχαρικά αντί για ουδέτερες σάλτσες.
Η fast food κουλτούρα έπαψε να είναι «έπαθλο» για τα παιδιά και έγινε ένοχη απόλαυση για τους ενήλικες.
Και τώρα, με φάρμακα όπως το Ozempic που μειώνουν την όρεξη, οι παραδοσιακές κατηγορίες τροφίμων πιέζονται ακόμα περισσότερο. Οι μεγάλες μάρκες που στήριξαν την ταυτότητά τους σε τεράστιες μερίδες και υδατάνθρακες πρέπει να επανεφεύρουν την ύπαρξή τους.
Η Kraft Heinz, όμως, δεν επένδυσε στην καινοτομία.
Προτίμησε να «βελτιστοποιήσει» ένα ξεπερασμένο μοντέλο.
Το αποτέλεσμα;
Διάσπαση σε δύο εταιρείες – μια κίνηση που ίσως φέρει αξία στους μετόχους, αλλά δύσκολα θα πείσει τον καταναλωτή να λαχταρήσει περισσότερο μπέικον ή αλλαντικά.
Οι υπομονετικοί κερδίζουν
Η διάσπαση Kraft Heinz δεν είναι μόνο το τέλος μιας συγχώνευσης.
Είναι το τέλος μιας κοσμοθεωρίας: ότι η βραχυπρόθεσμη αποδοτικότητα αρκεί για να χτίσει βιώσιμη ανάπτυξη.
Στον αντίποδα, εμφανίζονται εταιρείες όπως Mars, Ferrero και Hormel – οικογενειακοί κολοσσοί που σκέφτονται σε βάθος δεκαετίας, όχι τριμήνου.
Δεν αγοράζουν μάρκες για να τις «στύψουν», αλλά για να τις εξελίξουν.
Το παράδειγμα της Kellogg το αποδεικνύει: μετά τον διαχωρισμό της, κάθε κομμάτι έγινε πιο ελκυστικό σε αγοραστές που έβλεπαν το μέλλον, όχι το χθες.
Μαθήματα για όλους μας
Η ιστορία Kraft Heinz δίνει τρία μαθήματα που ξεπερνούν τη βιομηχανία τροφίμων:
Ξεκαθάρισε τον στόχο σου: αν η στρατηγική σου είναι συγκομιδή, μην τη βαφτίζεις ανάπτυξη.
Ακολούθησε τον πολιτισμό, όχι μόνο το κόστος: οι αγορές κινούνται από ανθρώπους που αλλάζουν συνήθειες.
Επένδυσε πριν σε αναγκάσει η αγορά: η στιγμή για καινοτομία είναι πριν την κρίση, όχι μετά.
Το μέλλον ανήκει στην ανθεκτικότητα
Η διάσπαση Kraft Heinz είναι λιγότερο στρατηγική κίνηση και περισσότερο αποτέλεσμα αδυναμίας προσαρμογής.
Σε έναν κόσμο που αλλάζει από τεχνολογία, κουλτούρα και συμπεριφορές καταναλωτών, το δίδαγμα είναι σαφές: η αποδοτικότητα είναι στρατηγική για «καλοκαιρία», όχι για καταιγίδες.
Το ερώτημα που μένει είναι απλό αλλά κρίσιμο: χτίζουμε για το σήμερα ή για το αύριο;
Γιατί το μέλλον δεν θα ανήκει στους πιο «κομψούς» ισολογισμούς, αλλά σε εκείνους που είναι έτοιμοι να αντέξουν όταν φυσήξει ο άνεμος.
Πηγή: ot.gr
Διαβάστε επίσης: Επιφυλακτικότητα στις ευρωαγορές εν μέσω αβεβαιότητας για τους δασμούς Τραμπ