Παρότι για την Ελλάδα η δεκαετία του 2010 ήταν μια δεκαετία κοινωνικής καταστροφής και κρίσης, σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα καταστροφικών πολιτικών λιτότητας που της επέβαλε η Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο των μνημονίων, εντούτοις για τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης τα πράγματα ήταν διαφορετικά.
Μπορεί να υπήρξαν «μεταρρυθμίσεις» που επιδείνωσαν την εργασιακή ή ασφαλιστική πραγματικότητα, σε συνδυασμό με τη γενικότερη τάση για ιδιωτικοποίηση όμως ένα μέρος του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου φάνηκε να διατηρείται.
Σταδιακά, όμως, αυτό άρχισε να αλλάζει και τα τελευταία δέκα χρόνια υπάρχει σημαντική επιδείνωση. Για πρώτη φορά το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, με την επαρκή κάλυψη από τα δημόσια συστήματα υγείας και ασφάλισης, το αναπτυγμένο δημόσιο σύστημα υγείας, τις διάφορες κοινωνικές παροχές άρχισε να αντιμετωπίζει πραγματική διακινδύνευση.
Άνθρωποι άρχισαν να νιώθουν ότι και το κοινωνικό «δίκτυ ασφαλείας» ίσως να μην μπορεί να τους συγκρατήσει. Παροχές άρχισαν να μειώνονται. Η ποιότητα των υπηρεσιών στα δημόσια συστήματα υγείας και παιδείας να υποχωρεί. Η οικονομική ανασφάλεια να αυξάνει. Μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις να ξεσπούν γύρω από ζητήματα όπως το ασφαλιστικό ή η εργασιακή νομοθεσία.
Παρότι η πανδημία φάνηκε να ανακόπτει αυτές τις τάσεις, ιδίως από τη στιγμή που φάνηκε να «επιστρέφει το κράτος», τα τελευταία χρόνια η κατάσταση επιδεινώνεται.
Και καθόλου τυχαία αλλάζει και η ρητορική των κυβερνήσεων. Στη Γερμανία ο Μερτς περίπου είπε ότι έχει φτάσει το τέλος του «κοινωνικού κράτους» όπως το γνώριζαν στη Γερμανία.
Στη Γαλλία ο Μπαϊρού είναι αντιμέτωπος με την κοινωνική αποδοκιμασία ακριβώς γιατί προσπαθεί να περάσει άλλο ένα μεγάλο πακέτο λιτότητας το οποίο φαντάζει στα μάτια της γαλλικής κοινωνίας ως το τέλος του «κοινωνικού κράτους». Αυτός είναι ο λόγος που κινδυνεύει να καταρρεύσει η κυβέρνησή του και όχι κάποια συνωμοσία στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση.
Αυτή η συνολικότερη στροφή σήμερα είναι στον πυρήνα της πολιτικής κρίσης της Ευρώπης. Προφανώς αυτή παίρνει διαφορετικές μορφές. Αλλού εκφράζεται ως ανοιχτή κοινωνική διεκδίκηση, αλλού ως δυσαρέσκεια που υπονομεύει κάθε εμπιστοσύνη των κοινωνιών στις κυβερνήσεις. Όμως, αυτό δεν μειώνει τη σημασία της.
Αυτή η μετάλλαξη είναι επίσης που επιτρέπει στην Άκρα Δεξιά, που είναι η ανερχόμενη πολιτική δύναμη στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή, να καπηλεύεται την κοινωνική δυσαρέσκεια, να χρησιμοποιεί τους μετανάστες και τους πρόσφυγες ως εξιλαστήρια θύματα και βεβαίως να προετοιμάζει την άνοδό της στην εξουσία.
Αυτή η υποχώρηση από το κοινωνικό συμβόλαιο, είναι όμως, που εξηγεί γιατί σήμερα έχουν τόσο μεγάλη κρίση νομιμοποίησης ορισμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Να το πω απλά: αυτά που συμβαίνουν στη Γαλλία, που είναι σήμερα στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής πολιτικής κρίσης, έχουν να κάνουν ακριβώς με το ότι ο πρόεδρος Μακρόν, ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του «Ακραίου Κέντρου», είναι εξαιρετικά αντιδημοφιλής και ότι η κυβέρνηση Μπαϊρού είναι μια κυβέρνηση μειοψηφίας αντιμέτωπη γι’ αυτόν τον λόγο με το ενδεχόμενο να καταψηφιστεί.
Για τον πολύ απλό λόγο ότι οι κυβερνήσεις για να μπορούν να είναι νομιμοποιημένες θα πρέπει να έχουν αφενός κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αφετέρου λαϊκή υποστήριξη. Στη Γαλλία η τωρινή κυβέρνηση δεν έχει, από ό,τι φαίνεται, τίποτα από τα δύο.
Αντίστοιχα, εάν σήμερα στην Ελλάδα είμαστε αντιμέτωποι με στοιχεία μιας πολιτικής κρίσης είναι ακριβώς επειδή έχουμε μια κυβέρνηση με άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία αλλά και πλειοψηφική αποδοκιμασία σε επίπεδο κοινωνίας, που παρ’ όλα αυτά θεωρεί ότι είναι κυρίαρχη.
Και αυτή η πολιτική κρίση θα συνεχιστεί όσο οι πολιτικές που προτείνονται και εφαρμόζονται πλήττουν τις κοινωνίες, διαρρηγνύουν την κοινωνική συνοχή και αυξάνουν την ανασφάλεια. Αυτός είναι ο πυρήνας του προβλήματος και όχι ο «λαϊκισμός» ή τα «άκρα». Να το πω διαφορετικά όσο δεν εμφανίζονται πολιτικές –και πολιτικοί που να τις εκπροσωπούν– που να απαντούν στις ανάγκες των κοινωνιών για αξιοπρέπεια στην εργασία, για αναδιανομή και για ένα αίσθημα ασφάλειας, τόσο θα συνεχίζεται αυτή η πολιτική κρίση.
Και προφανώς δεν είναι λύση απλώς να «πειστούν» οι κοινωνίες να δεχτούν ως μονόδρομο πολιτικές που τις πλήττουν ακόμη και εάν αυτό της λένε τα συστημικά κόμματα και μεγάλο μέρος των ΜΜΕ.
Στην πραγματικότητα δύο είναι οι δρόμοι. Ο ένας είναι να αφεθούν τα πράγματα στη σημερινή τους δυναμική, δηλαδή να βαθύνει η πολιτική κρίση μέχρις ότου έρθει στην εξουσία η Άκρα Δεξιά στη μία ή την άλλη παραλλαγή της και στην πραγματικότητα να παροξύνει την πολιτική κρίση.
Ο άλλος να διαμορφωθούν ξανά δημοκρατικές προοδευτικές συσπειρώσεις και ηγεσίες ικανές να δείξουν ότι υπάρχει μια εναλλακτική πολιτική που να απαντά στις αγωνίες των κοινωνιών. Αυτή θα είναι και μόνη πραγματική έξοδος από τον φαύλο κύκλο της κρίσης.
Και αυτό γιατί μόνο τέτοιες συσπειρώσεις μπορούν να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη στους πολίτες, να τους πείσουν για τη δυνατότητα της πολιτικής να κάνει τις ζωές τους καλύτερες. Μόνο τέτοιες συσπειρώσεις και οι πολιτικές που θα εφαρμόσουν, θα μπορέσουν να μειώσουν τις μεγάλες ανισότητες και τις νέες δυναμικές κοινωνικού αποκλεισμού που σήμερα επιδεινώνουν και την κοινωνική και την πολιτική κρίση. Πάνω από όλα, μόνο τέτοιες συσπειρώσεις θα μπορέσουν να απαντήσουν στην άνοδο της Άκρας Δεξιάς: όχι μόνο ως «ανάχωμα» αλλά κυρίως γιατί μπορούν να διαμορφώσουν μια νέα ενότητα των λαϊκών τάξεων και της μεσαίας τάξης, αντιστρέφοντας τις σημερινές πολλαπλές διαιρέσεις που σήμερα κατεξοχήν εκμεταλλεύεται η Άκρα Δεξιά (ανάμεσα σε εργαζομένους και ανέργους, νέους και παλιούς εργαζομένους, τους χειρώνακτες και τους πτυχιούχους).
Διαφορετικά, απλώς θα βλέπουμε να εναλλάσσονται κοινωνικές εκρήξεις χωρίς προοπτική και νέα επεισόδια της πολιτικής κρίσης.
Πηγή: ot.gr