Οι αμυντικές δαπάνες (και) στη Γερμανία έχουν επισκιάσει το μεγάλο επενδυτικό ταμείο υποδομών, το οποίο προβλέπει επενδύσεις μισού τρισεκατομμυρίου ευρώ μέσα στα επόμενα 12 χρόνια.
Η υπερβολική λιτότητα έχει οδηγήσει σε φθορά των δρόμων και καθυστερήσεις στον ψηφιακό μετασχηματισμό. Μέσα στη «δημοσιονομική βαλίστρα» της Γερμανίας υπάρχουν δύο μεγάλοι πύραυλοι: η άμυνα και οι υποδομές. Αν και η άμυνα έχει προσελκύσει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, λόγω της γενικότερης στρατιωτικής ανασύνταξης στην Ευρώπη, το θέμα των υποδομών δεν πρέπει να υποτιμάται.
Η άλλοτε πρωτοπόρος χώρα των αυτοκινητοδρόμων βλέπει πλέον γέφυρες και δρόμους να ραγίζουν, το σιδηροδρομικό της δίκτυο να δυσλειτουργεί και την πρόσβαση στο γρήγορο ίντερνετ να είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Μόνο το 8% των ευρυζωνικών συνδέσεων ήταν οπτικές ίνες το 2022, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ ήταν 36%.
Ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός (συντηρητικοί και σοσιαλδημοκράτες) σχεδιάζει να διαθέσει 500 δισ. ευρώ σε 12 χρόνια για την αναβάθμιση των υποδομών. Αν και η υλοποίηση μένει να αποδειχθεί, η πρόθεση σηματοδοτεί αλλαγή παραδείγματος, ξεφεύγοντας από τη μέχρι τώρα δημοσιονομική ορθοδοξία.
Ολα για το για kaputtsparen
Η έννοια του kaputtsparen (σύνθετη λέξη από το kaputt = χαλασμένο και sparen = αποταμιεύω) περιγράφει τη φθορά που προκαλείται από υπερβολική λιτότητα. Οι καθαρές επενδύσεις υποδομών στη Γερμανία άγγιξαν σχεδόν το μηδέν τα τελευταία χρόνια, με τους δήμους να αντιμετωπίζουν αυστηρούς προϋπολογισμούς και να θέτουν άλλες προτεραιότητες.
Οι οικονομολόγοι σημειώνουν ότι η Γερμανία έχει χάσει σημαντικό έδαφος στην παγκόσμια ανταγωνιστικότητα, υποχωρώντας από την 5η στην 20ή-25η θέση, κυρίως λόγω παραμέλησης σε υποδομές, παιδεία και ψηφιακό μετασχηματισμό. Θυμίζει μάλιστα τη δήλωση της Άνγκελα Μέρκελ το 2013, ότι «το ίντερνετ είναι πρωτοπορία», ως σύμβολο της αποτυχίας στη ψηφιοποίηση.
Παρά τα εμπόδια, η χρηματοδότηση είναι εφικτή, σύμφωνα με αναλυτές της Julius Baer, και η επένδυση σε υποδομές θα ωφελήσει τις μελλοντικές γενιές περισσότερο από την αποφυγή νέου χρέους. Ο κατασκευαστικός τομέας, που είχε πτώση μετά το 2022, αναμένεται να ωφεληθεί άμεσα.
Ωστόσο, για να μεταφραστεί η χρηματοδότηση σε πραγματική ανάπτυξη, η χώρα πρέπει να αντιμετωπίσει τα γραφειοκρατικά εμπόδια. Οι εγκρίσεις έργων υποδομής στη Γερμανία είναι εξαιρετικά χρονοβόρες – φθάνουν ακόμα και τα 20 χρόνια. Οι αναλυτές της UniCredit ελπίζουν ότι η επιτυχής και ταχύτατη εφαρμογή του νόμου για τον υγροποιημένο φυσικό αέριο (GNL) το 2022 θα αποτελέσει παράδειγμα για γενικότερες μεταρρυθμίσεις. Τότε, η Γερμανία κατάφερε να κατασκευάσει σε λιγότερο από έναν χρόνο τερματικούς σταθμούς GNL, κάτι που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα απαιτούσε 5-7 χρόνια.
Οι αναλυτές κλείνουν με τη διαπίστωση ότι το «δημοσιονομικό μπαζούκα» θα έχει αποτέλεσμα μόνο αν συνοδευτεί από μεταρρυθμίσεις, όπως αυτές του νόμου GNL. Μόνο τότε η Γερμανία θα μπορέσει πραγματικά να ξεκινήσει την αναγέννησή της. Einfach…
Πηγή: ot.gr
Διαβάστε επίσης: Πώς ο εμπορικός πόλεμος του Τραμπ μπορεί να επιβαρύνει την παγκόσμια οικονομία