Οι μετοχές των ευρωπαϊκών εταιρειών άμυνας παρουσίασαν διακυμάνσεις, καθώς οι επενδυτές εξέτασαν λεπτομερώς τα στοιχεία — τα οποία εξακολουθούν να είναι ελλιπή σε ορισμένους τομείς — της εμπορικής συμφωνίας που συνήφθη μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μια αρχική ανησυχία ήταν ότι η δέσμευση της ΕΕ να αυξήσει τις αγορές αμερικανικών προϊόντων, ιδίως στρατιωτικού εξοπλισμού, θα μπορούσε να επιβαρύνει τις ευρωπαϊκές εταιρείες άμυνας, οι οποίες σημείωσαν μαζική άνοδο φέτος. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται η γαλλική Thales, η οποία σημείωσε πτώση 4,3% τη Δευτέρα, οι γερμανικές Renk και Rheinmetall, οι οποίες σημείωσαν πτώση 5,1% και 3,3% αντίστοιχα, και η ιταλική Leonardo, η οποία σημείωσε πτώση 0,74%.
Αναλυτές δήλωσαν στο CNBC ότι οι φόβοι αυτοί είναι αβάσιμοι και ότι οι ευρωπαϊκές εταιρείες άμυνας θα παραμείνουν οι κύριοι δικαιούχοι των εθνικών προϋπολογισμών τα επόμενα χρόνια, ιδίως δεδομένου ότι δε διαθέτουν την παραγωγική ικανότητα να καλύψουν μόνες τους όλες τις ανάγκες της περιοχής.
Σύμφωνα με μια περίληψη της συμφωνίας από τον Λευκό Οίκο, η ΕΕ θα πραγματοποιήσει νέες επενδύσεις ύψους 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις ΗΠΑ μέχρι το τέλος της θητείας του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ το 2028, επιπλέον των 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων που επενδύουν ετησίως οι εταιρείες της ΕΕ. Προσθέτει ότι η ΕΕ «συμφώνησε να αγοράσει σημαντικές ποσότητες αμερικανικού στρατιωτικού εξοπλισμού», με τον Τραμπ να δηλώνει στους δημοσιογράφους ότι θα πραγματοποιηθούν αγορές όπλων «εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων».
Στη δική της ανακοίνωση, η ΕΕ ανέφερε μόνο ότι οι εταιρείες της Ένωσης «έχουν εκφράσει ενδιαφέρον να επενδύσουν τουλάχιστον 600 δισεκατομμύρια δολάρια» σε «διάφορους τομείς» στις ΗΠΑ έως το 2029, διευκρινίζοντας αντίθετα την πρόθεσή της να αγοράσει 700 δισεκατομμύρια ευρώ (810 δισεκατομμύρια δολάρια) σε αμερικανικό LNG, πετρέλαιο και προϊόντα πυρηνικής ενέργειας, καθώς και 40 δισεκατομμύρια ευρώ σε τσιπ τεχνητής νοημοσύνης.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δεν ανέφερε τις αγορές αμερικανικού στρατιωτικού εξοπλισμού στη δική της δήλωση σχετικά με τη συμφωνία, η οποία έρχεται δύο εβδομάδες μετά την υποβολή της πρότασης για τον επταετή προϋπολογισμό ύψους 2 τρισεκατομμυρίων ευρώ, που περιλαμβάνει πενταπλάσια αύξηση των τρεχουσών δαπανών για την άμυνα και την αεροδιαστημική. Συνολικά, η ΕΕ έχει μελετήσει φέτος σχέδια για την κινητοποίηση περίπου 800 εκατομμυρίων ευρώ σε νέες αμυντικές δαπάνες στο πλαίσιο μιας μεγάλης προσπάθειας επανεξοπλισμού, μεταξύ άλλων μέσω δανείων και χαλάρωσης των περιορισμών στις δημοσιονομικές δαπάνες.
Οι αριθμοί που αναφέρονται στη συμφωνία εμπορίου αποτελούν πηγή αβεβαιότητας, δήλωσε ο αναλυτής της RBC Capital Markets, Πίτερ Σάφρικ, στο CNBC.
«Για την άμυνα ειδικότερα, αυτό είναι σημαντικό, καθώς γνωρίζουμε ότι δε μπορούν να καλυφθούν όλες οι ευρωπαϊκές δαπάνες από ευρωπαϊκές εταιρείες. Ως εκ τούτου, δεν είναι σαφές εάν τα ποσά που αναφέρονται είναι επιπλέον των προγραμματισμένων και εάν οι δαπάνες θα πραγματοποιηθούν σε σύντομο ή μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα».
Οι αμερικανοί προμηθευτές στρατιωτικού εξοπλισμού, όπως η Lockheed Martin, η Northrop Grumman και η Raytheon, αναμενόταν ήδη να επωφεληθούν σημαντικά από τις υψηλότερες δαπάνες της ΕΕ, καθώς επεκτείνουν τις υπάρχουσες συμβάσεις και κερδίζουν νέες, παρά τις εκκλήσεις των ευρωπαίων ηγετών να διατηρηθεί όσο το δυνατόν περισσότερη χρηματοδότηση στην περιοχή.
Ο Ντμίτρι Πονομάρεφ της VanEck, σημείωσε ότι η Ευρώπη αντιπροσώπευε περίπου το 35% του συνόλου των εξαγωγών όπλων των ΗΠΑ μεταξύ 2020 και 2024, και ότι οι ΗΠΑ προμήθευαν περίπου το 64% των όπλων που εισήγαγαν τα ευρωπαϊκά κράτη μέλη του ΝΑΤΟ.
Το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη «εξέφρασε ανησυχίες για τις φιλοδοξίες της ΕΕ όσον αφορά τους εγχώριους κατασκευαστές αμυντικού εξοπλισμού, επικαλούμενο ιστορικές δυσκολίες στην αύξηση της παραγωγής, τον πληθωρισμό και τη συνεχιζόμενη αναντιστοιχία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εντός της Ένωσης», δήλωσε ο Πονομάρε.
«Οι Αμερικανοί προμηθευτές αμυντικού εξοπλισμού είναι πιθανό να είναι οι κύριοι δικαιούχοι αυτής της συμφωνίας. Αν και οι ευρωπαϊκές εταιρείες αμυντικού εξοπλισμού αντέδρασαν αρχικά αρνητικά στην είδηση, θα μπορούσαν να επωφεληθούν μακροπρόθεσμα, υποθέτοντας ότι το συνολικό μέγεθος της ευρωπαϊκής αγοράς αμυντικού εξοπλισμού θα αυξηθεί ταχύτερα από ό,τι μπορούν να απορροφήσουν οι τοπικές εταιρείες.
Τα κεφάλαια θα ρέουν από εταιρείες του ιδιωτικού τομέα προς εκεί όπου επιδιώκεται η υψηλότερη απόδοση, εάν οι ΗΠΑ καταστήσουν την οικονομία, τις αγορές και τη ρύθμισή τους πιο ελκυστικές από την Ευρώπη, δήλωσε ο Ντιν Τέρνερ, της UBS Global Wealth Management. Ωστόσο, από την τρέχουσα ανακοίνωση, παραμένει δύσκολο να γνωρίζουμε τι είναι νέο και επιπλέον ή τι επρόκειτο να συμβεί ούτως ή άλλως, όπως προσέθεσε.
«Κατά τη γνώμη μου, το θέμα είναι το χρονοδιάγραμμα. Αν οι χώρες επιθυμούν να επενδύσουν σε αμυντικό εξοπλισμό, οι επιλογές προμήθειας σε αυτό το στάδιο είναι κάπως περιορισμένες. Στην Ευρώπη έχουμε πολλούς κατασκευαστές αμυντικού εξοπλισμού, αλλά πιθανώς δεν έχουν επαρκή παραγωγική ικανότητα για να δώσουν τέτοια ώθηση στην παραγωγή», είπε.
«Φυσικά, κάποια χρήματα θα ρέουν προς τις ΗΠΑ, είναι αναπόφευκτο, καθώς είναι ο μόνος προμηθευτής μιας σειράς βασικών αμυντικών συστημάτων που πληρούν τις προδιαγραφές του ΝΑΤΟ. Πολλά θα καταλήξουν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι η πρόθεση της Ευρώπης, την οποία έχουν εκφράσει σαφώς ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και άλλοι, είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτών των δαπανών πρέπει να πραγματοποιηθεί σε τοπικό επίπεδο».
«Επομένως, μόνο και μόνο λόγω μιας εμπορικής συμφωνίας — θα δίσταζα να την αποκαλέσω συμφωνία σε αυτό το στάδιο — δε θα υπάρξει μετασχηματισμός όσον αφορά την άμυνα των ΗΠΑ».
Ο Σάιμον Έβενετ, καθηγητής γεωπολιτικής και στρατηγικής στο IMD Business School και πρόεδρος του Global Future Council on Trade and Investment του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, δήλωσε ότι η λέξη «επένδυση» χρησιμοποιείται «πολύ χαλαρά σε όλες τις εμπορικές συμφωνίες του Τραμπ», συμπεριλαμβανομένης της πρόσφατης ανακοίνωσης της Σαουδικής Αραβίας για δέσμευση επενδύσεων ύψους 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
«Αν το αναλύσεις, περιλαμβάνει δαπάνες για την άμυνα, επενδύσεις από τον ιδιωτικό τομέα, περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα πραγμάτων. Τι σημαίνει αυτό στο πλαίσιο της συμφωνίας ΕΕ-ΗΠΑ; Σε αυτό το στάδιο, κανείς δεν ξέρει», δήλωσε ο Έβενετ.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δηλώσει ότι τα 600 δισεκατομμύρια δολάρια αναφέρονται σε επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα, υπονοώντας ότι δε θα υπάρξουν πρόσθετες δαπάνες από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πέραν των αγορών ενέργειας, προσέθεσε.
«Εν ολίγοις, αυτή η συμφωνία περιλαμβάνει πολλή ρητορική. Απλώς κερδίζει χρόνο για να διατυπωθούν περαιτέρω λεπτομέρειες».
Πηγή: newmoney.gr
Διαβάστε επίσης: Νέοι δασμοί σε όλον τον πλανήτη: Η πλήρης λίστα που ανακοίνωσε ο Τραμπ